Το τσαρούχι
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Έλληνες αρχοντοχωριάτες είναι προφανές ότι ντρέπονται για το παρελθόν τους δείχνοντας ένα δουλικό σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι των «εξελιγμένων» βρετανών, αμερικανών, γάλλων και άλλων. Αυτός είναι ο λόγος που θέλουν, με ένα delete, να σβήσουμε την ιστορία μας, την παράδοσή μας, την καταγωγή μας. Τελευταίως τα έβαλαν με την στολή του εύζωνα και ειδικότερα με το τσαρούχι, το υπόδημα των αρματολών, των κλεφτών και των αγωνιστών του 1821, χάρη στους αγώνες των οποίων σήμερα μπορούν ελεύθερα να τους απαρνούνται.
Στα όσα γράφτηκαν για την ιστορία και τους συμβολισμούς του τσαρουχιού, προσθέτω την προσωπική μου μαρτυρία. Όταν τον Μάϊο του 1919 τάγμα ευζώνων απελευθέρωσε την επί του Σιπύλου όρους Μαγνησία της Μικράς Ασίας ο ενθουσιασμός και η υπερηφάνεια των Ελλήνων είχε μεταδοθεί στα σχολεία και ετοιμάστηκαν εθνικές εορτές με την ευκαιρία του τέλους του σχολικού έτους. Στο Δημοτικό της πόλης στη μητέρα μου ανατέθηκε να πει το ποίημα «Το Τσαρούχι», άγνωστου ποιητή. Έως τα βαθιά της γεράματα το θυμόταν με συγκίνηση και πάντα όταν την παρακαλούσαμε να μας το πει, το απάγγελλε με εθνικό παλμό, όπως το 1919. Στην μνήμη της το έχω γράψει στο ιστορικό μου μυθιστόρημα «Μέρες αποκάλυψης στην Ιωνία». Το αντιγράφω:
«Δόξα που του ΄χει του τσολιά μας το τσαρούχι. Τσαρούχι που σε τίμησε το πόδι τ΄ Αχιλλέα και άνω κάτω έφερες του Πρίαμου τη χώρα, τσαρούχι που σε δόξασε του Διάκου η ρομφαία, σου ψάλλω ύμνο ταπεινό στα έργα σου τα τώρα.
Είσαι γεμάτο λεβεντιά στο κάθε κούνημά σου, και στον αγέρα στέκεσαι όταν συρτό χορεύεις. Λαγοί, ζαρκάδια ζήλεψαν τα γοργά βήματά σου κι αυτόν τον σιδηρόδρομο να ξεπερνάς κοντεύεις. Στον κάμπο είσαι αστραπή, στα βράχια είσαι τρομάρα κι αστροπελέκι στην κορυφή, όπου τη δόξα φέρνεις. Της φούντας σου κάθε κλωστή για μια τορπίλα κάνει και πας εχθρός αν κουνηθείς δεν φαίνεται κοντά σου.
Η φούντα σου εντρόπιασε του Κάιζερ τα κράνη και τους Βουλγάρους έκαμε να τρέμουνε μπροστά σου. Βόμβες εχθρού δεν σε πτοούν, φωτιά δεν σε τρομάζει. Τανκ ήσουνα και πριν Χριστού, τανκ φάνηκες και τώρα. Κανόνι των πενήντα δυο να αντισταθεί διστάζει και πλάτες γέρνει ο Γερμανός στου τσαρουχιού τη φόρα. Στη Δοϊράνη, στο Μπελές, στη Γευγελή, στο Σκρά, απέδειξες στο Βούλγαρο πως αν θέλει και δεν θέλει το τσαρούχι ο Αλέξανδρος φορούσε μια φορά. Χωρίς τακούνι κούνησες διπλωματών τακούνια, τσαρούχι μας λεβέντικο, τσαρούχι τιμημένο, στα φρόκαλα εσάρωσες Γερμανικά σπιρούνια και τ’ όνομά σου έμεινε στον κόσμο δοξασμένο!
Ποιος είδε και δεν τρόμαξε την τρομερή ορμή σου; Ποια μπαγιονέτα αντίκρισε τον φλογερό θυμό σου; Στήθη τυράννου πάτησε το πόδι το δικό σου και πανταχού αντήχησαν η δόξα και η τιμή σου.
Δόξα που του ‘χει του Τσολιά μας το τσαρούχι!».
Το τέλος της όλο παλμό απαγγελίας της μητέρας μου κάλυψαν θερμά χειροκροτήματα και ουρανομήκεις ζητωκραυγές.