«Βούλα, τα κάρνα να ξεματιάσουμε τα παιδιά…»

Γράφει ο Χρήστος Α.Τούμπουρος

«Φτύστομωρ’ νύφ’, να μην πάρ’ από μάτ’ το παιδί».

Αυτή την εντολή έδινε η πεθερά στη νύφη. Να φτύσει το παιδί της, μην το ματιάσει κάποιος «κακόβουλος» ή «κακορίζικος», «τι, το δ’κό μας το παιδί είναι καρποστάλ’ και κινδυνεύει από μάτ’». Παράλληλα, όμως, λειτουργούσε και το γκόλφ’. Όλα τα παιδιά, σε καθημερινή βάση, φόραγαν το γκολφάκι τους. Συνήθως ήταν ένα πανάκι καλοραμμένο, σε σχήμα τριγώνου ή ορθογωνίου, με μια «παραμάνα» καλοπιασμένο σε κάποιο εσώρουχο ή και δεμένο με κορδονάκι ή σπάγκο και κρεμασμένο στο λαιμό. Περιείχε, και τι δεν περιείχε. Θυμίαμα από το «εξαιρέτως», κάτι από εγκαίνια εκκλησίας, νομίσματα από πεθαμένους, χάντρες και κομπολόγια.

Αυτά ήταν τα απλά, γιατί άμα είχαν εκδηλωθεί τα συμπτώματα του ματιάσματος, όπως συνέβαινε πάντοτε ελόγου μου, που ήμουν μόνιμα «ματιασμένος», μού έραβε η γιαγιά μου στο σώβρακο, άλλου είδους γκόλφι. Περιείχε μέσα ολόκληρη σκλήθρα από σκόρδο. Κι αυτά τα ρημάδια, όταν ειδικά έτρεχα, βαρούσαν, ντάγκα ντούγκα-ντάγκα ντούγκα, με απρόβλεπτες συνέπειες. Μια φορά έπεσα. Ματζιάστηκαν τα σκόρδα και καταβρόμισε όλη η αίθουσα στο σχολείο.
Άλλη φορά που είχα πυρετό, ε τι πανηγύρ’ έγινε στο σπίτ’. Τι άκουσε η μάνα μου δεν μολογιέται. «Ποιο παιδί μωρ’ θα πας στο γιατρό. Αυτό είναι τρομπούκ’, δεν το βλέπ’ς; Να το ξεματιάσουμε. Το ‘φαγε εκείν’ η σακαφλιόρα, η παλιοσουλτούκου που ήρθε στο σπίτ’ προχτές. Α, πα, πα. Δεν νογάς τίποτε. Λάρωσε είπα. Βάλε τ’ν πυροστιά να βράσουμε το νερό».

Και έβραζαν το νερό και έκανε και φακιρικά η γιαγιά και έριχναν μέσα ματζούνια και παλαμωνίδες και με ζεμάταγαν από πάνω ως κάτω, με ξεφωλτάκιαζαν. Κι όσο διαρκούσε η, ας την πούμε, τελετή έλεγε η γιαγιά και κάτι ακαταλαβίστικα, ξέρω εγώ τι έλεγε…, δεν τα μάθαινε όποιος κι όποιος. …Εγώ, φυσικά, ήμουν ανεπίδεκτος μαθήσεως.
Τα ίδια γίνονταν σ’ όλα τα σπίτια. Κυρίαρχος η γιαγιά, που έδινε εντολές για την περιποίηση των παιδιών. Ούτε κουβέντα. Η γιαγιά, ειδική σε όλα.
Η θεια Αθηνούλα, μια ατόφια Τζουμερκιώτισσα ήσυχη και ήρεμη σ’ όλα της. Μην της πειράξεις, όμως, τα εγγόνια. Κατακάηκες…
Ως γνωστόν ένα από τα μεσημεριανά αθλήματα ήταν και το κολύμπι. Κρυφά κρυφά φεύγαμε από την πλατεία και «βουρ στο ποτάμι για μπλατσιάρισμα…». Τι κι αν μας φώναζαν οι μεγάλοι, ακόμα και ξύλο φάγαμε, εμείς εκεί. Στο ποτάμι…

Τη συγκεκριμένη ημέρα ήρθαν και τα δυο τα εγγόνια της. Και ο Τάκης και ο Κώστας. Πέρασε η ώρα και γυρίσανε στα σπίτια. Όλοι την είχαν υποψιαστεί τη δουλειά και μας περίμεναν…. Η κυρά Βούλα περίμενε με τη σκούπα. Άρχισε η ανάκριση. Πού ήσασταν, πώς και γιατί. Στην αρχή προέβαλαν και τα δύο σθεναρή αντίσταση. Δεν έβγαζαν μιλιά. Σφίγγες. Ρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου. Τι θα σ’ δώκω γλυκό νερατζάκ’, τι θα τα πω στον πατέρα σου. Τίποτε ετούτα. Ίτςκρίσ’. Απόκαμε η Βούλα και ανέλαβε το έργο η γιαγιά η Αθηνούλα. Το έργο εμπεριείχε ένα είδος, ας το πούμε επιστημονικής ανάκρισης. Έδιωξε τη Βούλα κι άρχισε.

-Εκεί που ήσασταν, σας είδε κανείς; Γιατί εξαρτάται ποιος σας είδε. Μπορεί να πάθετε και μεγάλη ζημιά, να σας πρηστούν τα αχαμνά και να πάτε χαμένα…
Μόλις άκουσαν και τα δυο αυτά τα λόγια, τους έπιασε σύγκρυο.
-Γιαγιά, γιαγιά, για μπάνιο στο ποτάμ’ ήμασταν. Πέρασαν και μας είδαν κι αυτές οι χωριανές …. Τα ξεσπύρισε όλα ο Τάκης.
Η γιαγιά δεν έβγαλε καμιά τανάλια να τα ξεδοντιάσει, αλλά έβαλε τις φωνές.
-Βούλα τα κάρνα, άναψε φωτιά και φτιάξε κάρνα να ξεματιάσουμε τα παιδιά. Α, πα, πα. Μάτι, κακό. Θα τα ζώσ’ τα παιδιά. Τι καρτεράς. Εδώ είσαι ακόμα;
Σαν ήθελε, ας έκανε κι αλλιώς η κυρά Βούλα. Άναψε φωτιά και έφτιαξε τα κάρνα. Και έφτιαξε και πολλά.
Ξάπλωσαν τα μικρά γυμνά στο πάτωμα. Πήρε τη μασιά η γιαγιά Αθηνούλα, τη γέμισε με αναμμένα κάρβουνα, έβαλε και λιβάνι κι άρχισε να λιβανίζει από πάνω από τα παιδιά.
«Οξ’ από δω, το μάτ’ , πέρα απ’ τα παιδιά, στο Καντσκάρ’ να πάει, στο Καναβοτόπ’ να κρυφτεί».

Έλεγε, έλεγε και περιέφερε τη μασιά γεμάτη από αναμμένα κάρβουνα πάνω από το σώμα του Τάκη και του Κώστα. Ώσπου, δεν ξέρω γιατί τα ρημάδια κουνήθηκαν, και έπεσαν πάνω στο σώμα του Τάκη. Βέλαξε από τον πόνο. Η γιαγιά η Αθηνούλα δεν το έβαλε κάτω. Επαναλαμβάνεται είπε το ξεμάτιασμα γιατί δεν ολοκληρώθηκε. Όταν άκουσαν τα λόγια της ο Τάκης και ο Κώστας πετάχτηκαν σαν σερσέγγια και «από ‘δω παν’ οι άλλ’». Περιττό να πω πως ο Τάκης ακόμα τρέχει. Να πω όμως και τούτο: Ήταν ο πρώτος που είχε τατουάζ στο σώμα του και αυτό φυσικά δια χειρός της γιαγιάς Αθηνούλας…