Μένα με λένε Αντώνη
Του Δημήτρη Πετρόπουλου
Ο Αντώνης γεννήθηκε τραγούδι κι ας μην τό ξερε. Ήτανε θέμα χρόνου και συνθηκών ν΄ ακούσουν όλοι να τραγουδάει η ψυχή του. Εκεί στη σκάλα την πλατιά, στο λατομείο των θρήνων… Στο στρατόπεδο εξόντωσης.
Σε τούτη τη ζωή άλλοι τραγουδάνε τα όνειρά τους, άλλοι τον πόνο τους και τη χαρά τους, άλλοι την ερημιά τους, τον έρωτα και την οργή τους, άλλοι αναμετριούνται με τη ζωή και με τον εαυτό τους τραγουδώντας. Ο Αντώνης τίποτα απ’ αυτά δεν ήθελε να εκτονώσει. Η συνθήκη απαιτούσε πυκνότητα ψυχής, στο Μαουτχάουζεν, αν ήθελες να αντέξεις, αν ήθελες να ζήσεις. Κι ο Αντώνης ήταν μονάχα εικοσιτριώ χρονώ. Έσφυζε μέσα του η νιότη. Γύρω του όλα ήταν ποτισμένα στο μίσος και τον θάνατο.
Βράχο στη ράχη κουβαλούν, βράχο σταυρό θανάτου…
Ο Αντώνης στεκόταν όρθιος καταμεσίς στο μαρμαρένιο αλώνι κι ανάσαινε τον καθαρό αέρα της ψυχής του. Μια μέρα, δυό, τρεις, εκατό, τριακόσιες, πεντακόσιες… Παράγγελμα ζωής το ανάστημά του. Και λεβεντιάς. Εμψύχωση ακατάβλητη για όποιον τον πλησίαζε. Αντιλαλούσε η ψυχή του στο λατομείο του θανάτου. Άνθρωπος όρθιος μοιάζει με φυσικό φαινόμενο παντού και πάντα. Μοιάζει με χαμένο παράδεισο. Όλοι κρατάνε την ανάσα τους να ακούσουν τον ήχο της ψυχής του. Να τον εισπνεύσουν. Να ανασάνουν.
Εκεί ο Αντώνης τη φωνή, φωνή, φωνή ακούει, ω καμαράντ, ω καμαράντ, βόηθα να ανέβω τη σκάλα.
«Μόλις κάποιος παραπατούσε τον σέρνανε στα συρματοπλέγματα του φράχτη. Εκεί ο Ες-Ες τον έχωνε ανάμεσα στον φράχτη και τον πυροβολούσε. Ύστερα έγραφε σε ένα μπλοκ «Ο υπ’αριθ. 137.566 κρατούμενος, αποπειραθείς να δραπετεύσει, εξετελέσθη επί τόπου».
Σ’ ένα ανέβασμα της σκάλας του λατομείου, ένας Εβραίος άρχισε να παραπατά. Ο Αντώνης του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε κι ο Αντώνης κράτησε το δικό του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ’ αριστερό σήκωσε το αγκωνάρι του Εβραίου. Όμως αυτό έγινε στη μέση της σκάλας. Έμενε ακόμα πολύ ανέβασμα.
Ο Ες-Ες τους είδε και τους χώρισε. Διέταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ες-Ες πλησίασε και του είπε να ανοίξει το στόμα. Ο Εβραίος άνοιξε το στόμα. Ο Ες-Ες έβγαλε το περίστροφο, το έχωσε στο στόμα του Εβραίου και πυροβόλησε. Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια επάνω του. Ο Αντώνης τον κύτταξε άφοβα. Ύστερα πλησίασε τον νεκρό, φορτώθηκε και το δεύτερο αγκωνάρι και συνέχισε να ανεβαίνει την σκάλα.
Ο Ες-Ες πάγωσε. Δεν είπε τίποτα. Δεν έκανε τίποτα. Όταν όμως ξαναγύρισαν στο λατομείο για να ξαναφορτωθούν αγκωνάρια φώναξε τον Αντώνη να πάει κοντά. Άρχισε να βολτάρει σαν μανιακός ανάμεσα στις πέτρες και να ψάχνει. Βρήκε ένα αγκωνάρι διπλό από τ’ άλλα, το’ δειξε στον Αντώνη και του είπε «Αυτό είναι το δικό σου». Ο Αντώνης κύτταξε το αγκωνάρι, ύστερα τον Ες-Ες, ύστερα τα σκόρπια αγκωνάρια γύρω του. Όλοι οι άλλοι κάνανε πως δεν βλέπανε, πως δεν ακούγανε. Στο Μαουτχάουζεν το ένας για όλους και όλοι για έναν ήταν νόμος. Τρέμανε για το τι θα έβγαινε από τούτο το μπλέξιμο. Αυτός ο Έλληνας το πήγαινε φιρί-φιρί. Ο Ες-Ες είχε κιόλας βγάλει το περίστροφό του από τη θήκη, το’ τριβε νευρικά στο παντελόνι του και ετοιμάζονταν.
Ο Αντώνης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα αγκωνάρι ακόμα πιο μεγάλο από εκείνο που του διάλεξε ο Ες-Ες. «Αυτό είναι το δικό μου» είπε και το φορτώθηκε. Σ’ όλους τους δρόμους που κάνανε ως το βράδυ, ώσπου σήμανε η ώρα για μέσα, ο Αντώνης διάλεγε και φορτωνόταν τα πιο βαριά αγκωνάρια. Το ίδιο βράδυ το στρατόπεδο απ’ άκρη σ’ άκρη μίλαγε για τον Έλληνα, τον Αντώνη.
Τέτοια νέα αναταράζανε το Μαουτχάουζεν. Ήταν μια κρυφή διανομή ελευθερίας».
Μ’ αυτά τα λόγια περιγράφει τον Αντώνη στο βιβλίο του «Μαουτχάουζεν» ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, κρατούμενος κι αυτός στο ίδιο στρατόπεδο.
«Ο Αντώνης από τους Αμπελοκήπους», σύμφωνα με τον Καμπανέλλη, επιβίωσε από το κολαστήριο και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Έκτοτε αγνοούνταν τα ίχνη του.
Κανείς δεν ήξερε αν ο Αντώνης ήταν σύμβολο ή πρόσωπο υπαρκτό μέχρι πέρυσι που η Χριστίνα Σωτήρχου μετά από έρευνα ετών κατάφερε να εντοπίσει τα ίχνη του και έγραψε στην Ιονική Ενότητα: «Επειδή μέχρι σήμερα κανείς ιστορικός δεν έχει ερευνήσει την ταυτότητα του Αντώνη από τους Αμπελόκηπους που νίκησε το Χάροντα στο Μαρμαρένιο Αλώνι, θεώρησα χρέος να το κάνω εγώ».
Κωνσταντινίδης Αντώνιος του Οδυσσέα, γεννήθηκε την 1.4.1921 στην Κωνσταντινούπολη, η κατοικία των γονιών του ήταν στο Νέο Ψυχικό στη οδό Κατεχάκη 40. Φυλακίστηκε στο Νταχάου (22.1.1943 – 19.6.1944), προσωπικός αριθμός: 42757. Στις 20.6.1944 μεταφέρθηκε στο Μαουτχάουζεν, προσωπικός αριθμός: 75521.
Επιβίωσε και απελευθερώθηκε.
«Ο Αντώνης δεν πολυμιλούσε γι’ αυτή την ιστορία, βαριότανε. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον δει και να του πιάσει κουβέντα, έπαιρνε το ψωμί ή το τσιγάρο που του φέρνανε κι ύστερα έλεγε:
«Άι παράτα μας τώρα. Παρτί Ράους. Τι το κάναμε δω, θέατρο;»
Άλλοτε πάλι αναρωτιόμασταν «πώς και τη γλίτωσες, ρε Αντώνη, πώς δε σε σκότωσε που τον ρεζίλεψες!». Ο Αντώνης τότε μας εξηγούσε πως «από κείνη τη στιγμή ο Ες-Ες κάτι έπαθε, χάλασε το μηχανάκι του. Το ’χω παρατηρήσει αυτό… Άμα χαλάσει το μηχανάκι τους, κλάψ’ τους».
– Ποιο μηχανάκι;.
– Όλοι αυτοί έχουν ένα μηχανάκι μέσα στο κεφάλι που τους το βάζουν στη σχολή των Ες-Ες. Τους ανοίγουν το κρανίο και τους βάζουν μέσα το μηχανάκι πού ’χει εφεύρει ο Χίτλερ.
– Και τι δουλειά κάνει αυτό το μηχανάκι; Ξαναρωτούσαμε.
-Τους κάνει ανάποδους, συνέχιζε ο Αντώνης. Ας πούμε, το κανονικό είναι να χαίρεσαι άμα ο άλλος είναι πονόψυχος ή άμα ο άλλος δε φοβάται. Είδατε όμως ποτέ σας κανέναν Ες-Ες να μη σκυλιάσει άμα δει έναν κρατούμενο να βοηθά τον άλλο; Αν τύχει πια και κανείς να δείξει πως δεν τους φοβάται, ούτε ψύλλος στον κόρφο του!…»
Ώστε… χαλασμένα μηχανάκια, Αντώνη, έτσι; Αρκεί να τα αποσυντονίσεις. Για να το λες εσύ…
Ο Αντώνης, φέτος, θα συμπλήρωνε τα 100 αν ζούσε. Κι ο Καμπανέλλης το ίδιο. Ο τρίτος της παρέας, ο μικρότερος, που έντυσε με νότες τον Αντώνη, ο Μίκης Θεοδωράκης, τους πεθύμησε και πήγε να τους συναντήσει.
Κάτι μου λέει πως αν αντάμωσαν στου Παραδείσου τα λημέρια και ο συνθέτης θέλησε από αγάπη να σιγοτραγουδήσει στον Αντώνη το τραγούδι που του ενέπνευσε, εκείνος, που ήταν το φυσικό του να στέκεται όρθιος, μπορεί και να του έκοψε τη φόρα από αμηχανία, όπως έκανε και τότε στο στρατόπεδο εξόντωσης.
«Άι παράτα μας τώρα. Τι το κάναμε εδώ;»
Καλά, καλά, ρε Αντώνη, μη θυμώνεις. Ώστε… χαλασμένα μηχανάκια, έτσι; Αρκεί να τα αποσυντονίσεις.
Μας δίνεις ιδέες, το ξέρεις;
Υ.Γ. Η μελωδία του Αντώνη στο Αφγανιστάν είναι κάτι σαν εθνικός τους ύμνος, το πιο δημοφιλές πατριωτικό τραγούδι. Στη γλώσσα τους μιλάει για την πατρίδα. Λέγεται «Watan» που θα πει Πατρίδα και τους εμψυχώνει στις δύσκολες ώρες. Όταν απελευθερώθηκε η Καμπούλ από τους Ταλιμπάν το 2001 οι ελευθερωτές μ΄αυτό το τραγούδι μπήκαν στην πόλη και ήταν το πρώτο τραγούδι που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο που όσο ήταν οι Ταλιμπάν στην εξουσία ήταν κλειστό.
Κατά μια περίεργη συγκυρία ο Μίκης έφυγε τη στιγμή που οι Ταλιμπάν κατέλαβαν ξανά την εξουσία και όλα σώπασαν.
Οι Κούρδοι υιοθέτησαν κι αυτοί το τραγούδι για τους δικούς τους αγώνες.Στον κινηματογράφο, ο «Αντώνης» ήταν το μουσικό θέμα της ταινίας Ζ του Κώστα Γαβρά, το soundtrack της οποίας κέρδισε το βραβείο BAFTA το 1970.Ο Αντώνης γεννήθηκε τραγούδι.