Ελληνική γη: Έξι προϊόντα – πρεσβευτές της Ελλάδας
Αποπνέουν Ελλάδα. Ταξιδεύουν στο εξωτερικό και κερδίζουν την προτίμηση των καταναλωτών, προκαλώντας «πάθη» στους ανταγωνιστές τους. Εμβληματικά προϊόντα του πρωτογενούς τομέα της χώρας μας που έχουν αποκτήσει τη δική τους θέση και αναγνωρισιμότητα στην παγκόσμια αγορά δείχνουν ότι η ελληνική παραγωγή τροφίμων μπορεί να πρωταγωνιστήσει, αρκεί να το θελήσει, ακόμα και όταν οι συνθήκες δείχνουν να είναι αντίξοες.
Το ελληνικό ελαιόλαδο, η φέτα, το γιαούρτι, το ούζο, οι ελιές αλλά και τα ελληνικά ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας συνθέτουν ένα ξεχωριστό καλάθι προϊόντων που περικλείει μέσα του όλες τις περιοχές της Ελλάδας και μαζί με άλλα προϊόντα, όπως το τσίπουρο, το μέλι, τα κίτρινα τυριά, η μαστίχα, ο κρόκος και τα λικέρ, κατακτούν τα ράφια των σουπερμάρκετ του εξωτερικού.
Ελαιόλαδο
Το ονομάζουν, και όχι άδικα, «πράσινο χρυσό» της ελληνικής γης. Συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα εξαγώγιμα τρόφιμα. Το ελληνικό ελαιόλαδο, παρά τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό και τις υψηλότερες τιμές του λόγω της εξαιρετικής ποιότητάς του, διατηρεί μια αξιόλογη και διαρκώς διευρυμένη παρουσία στην παγκόσμια αγορά.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, πέρυσι η εξαγωγή ελαιολάδου από τη χώρα μας αυξήθηκε κατά 12,8%, παρά τον ισχυρό ανταγωνισμό από το ιταλικό και το ισπανικό, ενώ οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου κατάφεραν να αγγίξουν το μεγαλύτερο ποσοστό των τελευταίων 18 ετών (52.735 τόνοι).
Παράγοντες της αγοράς υπογραμμίζουν την ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη της τυποποίησης του προϊόντος, προκειμένου να αποκομίσουμε ως χώρα μεγαλύτερη υπεραξία και να σταματήσει η «μάστιγα» της πώλησης χύμα ποσοτήτων με κύριους προορισμούς την Ιταλία και την Ισπανία. Υπολογίζεται ότι σχεδόν το 80% των εξαγωγών ελληνικού ελαιολάδου φτάνει σε χύμα μορφή στις αγορές του εξωτερικού.
Ελιές
Ο κλάδος της επιτραπέζιας ελιάς αποτελεί έναν από τους πλέον δυναμικούς και εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (IOC), οι ελληνικές εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών, για την περίοδο 2020-2021, ξεπέρασαν τα 500 εκατ. ευρώ σε αξία. Η συμβολή του κλάδου στην ελληνική οικονομία είναι σημαντική καθώς απασχολεί χιλιάδες αγροτικές οικογένειες.
Με την καλλιέργεια των ελληνικών ποικιλιών επιτραπέζιων ελιών να καλύπτει το 2% της χρησιμοποιούμενης αγροτικής έκτασης της χώρας, η συμμετοχή του κλάδου στο αγροτικό ΑΕΠ ανέρχεται στο 1%, με διπλάσια προστιθέμενη καθώς η συμμετοχή του στις εξαγωγές υπολογίζεται (περίπου) στο 20%. Στη χώρα μας παράγονται κατά μέσο όρο την τελευταία δεκαετία ετησίως 225.000 τόνοι επιτραπέζιων ελιών όλων των ποικιλιών και εξάγεται (περίπου) το 80% της εγχώριας παραγωγής. Η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικές ποικιλίες επιτραπέζιων ελιών, μοναδικές στον κόσμο, με την ποικιλία κονσερβολιά να αναλογεί (περίπου) στο 30% της εγχώριας παραγωγής, την ποικιλία Χαλκιδικής (περίπου) στο 50% και την ποικιλία Καλαμών στο 20% της παραγωγής. Επίσης διαθέτει μικρές ποσότητες θρούμπας Θάσου και γαϊδουρελιάς Αστρους.
Φέτα
Το «λευκό διαμάντι» των ελληνικών τυριών, η φέτα, έχει προέλευση που πηγαίνει στα βάθη της Ιστορίας και συγκαταλέγεται στα παλαιότερα τυριά στον κόσμο. Η ετήσια παραγωγή του υπολογίζεται στους 120.000 τόνους, εκ των οποίων περίπου 40.000 εξάγονται. Συνολικά, κατέχει μερίδιο άνω του 80% στις εξαγωγές ελληνικών τυριών, ενώ τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει συνεχή άνοδο, με κύριο αποδέκτη τα κράτη – μέλη της ΕΕ και κυρίως τη Γερμανία. Παρότι έχει καταχωριστεί ως προϊόν ΠΟΠ από το 2002 από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έπειτα από αρκετές περιπέτειες και προσφυγές κυρίως από τη Δανία και τη Γαλλία, έχει βρεθεί εδώ και πολλά χρόνια στο επίκεντρο των διεκδικήσεων από άλλες χώρες που θέλουν να αποκτήσουν δικαίωμα στην παραγωγή της, και μάλιστα κυκλοφορούν αρκετές απομιμήσεις σε διάφορες χώρες (εκτός ΕΕ).
Η τελευταία μάχη κερδήθηκε με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που απαγορεύει στη Δανία να χρησιμοποιεί την ονομασία «φέτα» και ζητά να θέσει τέρμα στη χρήση της ονομασίας για τυριά που προορίζονται για εξαγωγή ακόμη και προς τρίτες χώρες (εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης). Για να αποκαλείται ένα τυρί Φέτα ΠΟΠ, πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις όπως μεταξύ άλλων το να προέρχεται αποκλειστικά από όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και μόνο τη Λέσβο, από νησιά. Να παρασκευάζεται μόνο από ελληνικό παστεριωμένο αιγοπρόβειο γάλα, σε αναλογία πρόβειο τουλάχιστον 70% και γίδινο έως 30%, και μόνο από ελληνικές φυλές προβάτων.
Γιαούρτι
Είναι με διαφορά το μεγαλύτερο «success story» στη βιομηχανία τροφίμων την τελευταία δεκαετία. Μετά τις ΗΠΑ, όπου σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία ως «ελληνικό γιαούρτι», κάνοντας ακόμη και την πρώτη κυρία της χώρας να υποκλίνεται στη διατροφική και ποιοτική ανωτερότητά του και να αναλαμβάνει εκστρατεία προώθησης στα αμερικανικά δημοτικά σχολεία, καταγράφει αλματώδη άνοδο σε όλα τα μέρη του κόσμου..
Πλέον δεν υπάρχει σουπερμάρκετ, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο, που να μην έχει στα ψυγεία του «Greek Yogurt». Κάτι που αποτυπώνεται και στην εξαγωγική δυναμική που έχει αναπτύξει ο επονομαζόμενος και «λευκός χρυσός». Μάλιστα, πέρυσι και παρά την πανδημία, οι διεθνείς εξαγωγές ενισχύθηκαν κατά 30% με βεληνεκές σε πάνω από 65 χώρες. Πλέον, η αξία της κατηγορίας του ελληνικού γιαουρτιού παγκοσμίως ανέρχεται στα 7,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων η Ελλάδα κατέχει μόλις το 2%, γεγονός που αφήνει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης.
Ούζο
Είναι η ναυαρχίδα των ελληνικών αποσταγμάτων. Το ούζο, το οποίο, παρόλο που έχει να ανταγωνιστεί αντίστοιχα ποτά από χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, έχει καθιερωθεί διεθνώς λόγω της υψηλής ποιότητάς του. Αποτελεί διαχρονικά το κυριότερο εξαγόμενο προϊόν της ελληνικής ποτοποιίας, καταλαμβάνοντας το πρώτο τρίμηνο του 2022 το 66% της αξίας και το 75% της ποσότητας του συνόλου των εξαγωγών των ελληνικών αποσταγμάτων.
Το ούζο συνεχίζει την ανοδική του πορεία και παρατηρείται αύξηση των εξαγωγών του. Οι καλύτεροι πελάτες εντοπίζονται στη Γερμανία, όπου υπάρχει και ένα εκτεταμένο δίκτυο ελληνικών εστιατορίων.
Ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας
Η ιχθυοκαλλιέργεια, ύστερα από μία δεκαετία αναταραχών, με τις μεγάλες εταιρείες του χώρου να αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ανακάμπτει και πάλι δυναμικά. Με νέους επενδυτές και περισσότερα κεφάλαια ανακτά τον βηματισμό και επιχειρεί να ανακτήσει και την πρωτοκαθεδρία από τους τούρκους ανταγωνιστές, οι οποίοι έκαναν άλματα προόδου την τελευταία δεκαετία. Εκσυγχρονισμός υποδομών, αύξηση παραγωγής, καλλιέργεια νέων ειδών όπως το μαγιάτικο και ο κρανιός επιστρέφουν στις διεθνείς αγορές. Ηδη, πάνω από το 80% της παραγωγής διατίθεται εκτός συνόρων, σε 40 και πλέον χώρες παγκοσμίως. Ακόμα και εν μέσω υγειονομικής κρίσης, οι εξαγωγές τσιπούρας και λαβρακιού ενισχύθηκαν κατά 5,6% κατατάσσοντας την ιχθυοκαλλιέργεια στον πρώτο εξαγωγικό κλάδο ζωικής παραγωγής της χώρας. Κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν για άλλη μία χρονιά η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, καθώς και οι τρεις μαζί απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής (56% το 2020).
(Πηγή ot.gr)