
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη,
πεζογράφου – ποιήτριας
Όποιος μεγάλωσε σε χωριό, αλλά και σε γειτονιά πόλης, γνωρίζει πως γύρω του υπήρχαν άνθρωποι πολλών κατηγοριών, όπως παντού άλλωστε, με κάποιους εξ αυτών να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη ζωή των άλλων, την οποία ποικιλότροπα παρακολουθούσαν και κατά περίπτωση σχολίαζαν. Συχνά, τα σχόλια διαδίδονταν πολύ γρήγορα, ενώ κάποιοι από τους μεταφορείς τους τα παραποιούσαν κάνοντάς τα πιο ενδιαφέροντα, ακόμα και πιπεράτα. Ενίοτε, από απλός σχολιασμός μετατρέπονταν σε ξόμπλια, σε κακόβουλη επίκριση της ζωής τρίτων δηλαδή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η βλάβη που μπορούσε αυτό να προκαλέσει.
Φυσικά, προϊόντος του χρόνου, όλα τούτα ως μέρος της κοινωνικής έκφρασης συνεχίζουν να υπάρχουν, να εξελίσσονται και στη δικτυακή εποχή, ως μη όφειλε, να μεγαλουργούν!
Στις γειτονιές, βέβαια, όλοι γνώριζαν και γνωρίζουν χαρακτήρες και ποιοτικές διαφορές των γειτόνων τους, οπότε μπορούν να διαχειριστούν ευκολότερα τυχόν προβλήματα που προκύπτουν από τα ξόμπλια και τα ληρήματά τους, με την αρχαία λέξη ληρήματα να περιγράφει κάθε ανόητη φλυαρία και μωρολογία. Στις γειτονιές του διαδικτύου όμως;
Σ’ αυτές βλέπουμε πως εκείνα, τα οποία ήταν και είναι λίγο πολύ διαχειρίσιμα στις γειτονιές μας, αναπτύσσονται ανορθόδοξα, με την κακοήθεια και την κακοβουλία να έχει γίνει επιστήμη, θα μπορούσαμε να πούμε. Έτσι, διαπιστώνει κανείς πως καθημερινά διακινούνται άπειρα τέτοιας φύσεως κείμενα, μικρά ή μεγαλύτερα, τα οποία έχουν ως στόχο, μέσω ψευδών και εντυπωσιακών στοιχείων, να πλήξουν την προσωπικότητα κάποιου ή να παραπληροφορήσουν το κοινό για ζητήματα που τον αφορούν, λιγότερο ή περισσότερο, ως κοινωνικό ον. Και όπως στη γειτονιά ο ένας μετέφερε το απλό κουτσομπολιό ή το ξόμπλι στον άλλον, τώρα σε δευτερόλεπτα η όποια «είδηση» διαδίδεται από χιλιάδες διαδικτυακούς χρήστες, οι οποίοι ενεργούν χωρίς να σκεφτούν αν ό,τι αναπαράγουν έχει ίχνος αλήθειας.
Κάποιοι, μάλιστα, δηλώνοντας εμμέσως την αμφιβολία τους, προσθέτουν προλογικά, «αν αυτό είναι αλήθεια, τότε…». Είτε βέβαια το γράψουν αυτό είτε όχι -το γιατί το γράφουν είναι άλλο θέμα-, το κακό γίνεται εις βάρος της αλήθειας γενικότερα και εις βάρος του αναφερόμενου προσώπου, αφού, σε περίπτωση που αυτή διαψευστεί ή το θιγόμενο πρόσωπο καταφύγει στη δικαιοσύνη και δικαιωθεί, πέραν άλλων, δεν μπαίνουν στον κόπο, πλην εξαιρέσεων, να ζητήσουν συγγνώμη και ν’ αποκαταστήσουν με νέα δημοσίευση την αλήθεια, ενώ το αποτύπωμα του ψεύδους ή της «κατάπτυστης» συμπεριφοράς κάποιου έχει μείνει στη σκέψη πολλών κι έχει διαμορφώσει άποψη, η οποία ενισχύεται από την υφιστάμενη καχυποψία σχετικά το πόσο τους λένε την αλήθεια τα μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης.
Άλλωστε, όπως κι ο Θουκυδίδης αναφέρει (1.20.3), οι πολλοί δεν κοπιάζουν να εξακριβώσουν την αλήθεια, αλλά προτιμούν ό,τι έτοιμο τους προσφέρεται! Και, θα πρόσθετα, προσελκύονται από το παράδοξο, το εντυπωσιακό, ακόμα κι αν είναι ψευδές, και πλέον παρατηρούμε πως στο διαδίκτυο κάποιοι εκφράζονται με ύφος κήνσορα και αγοραίο λόγο για διάφορα ζητήματα, αλλά και για πρόσωπα με τα οποία δεν έχουν ανταλλάξει ούτε «καλημέρα»!
Σ’ αυτό το παιχνίδι του προκλητικού, συχνά βίαιου λόγου, έχει μπει μερίδα πολιτικών, οι οποίοι λένε ανυπόστατα πράγματα κι όποιος τα πιστέψει, αλλά και μια κατηγορία μέσων μαζικής ενημέρωσης εξάπτει τη φαντασία των ακροατών και των αναγνωστών με πηχυαίους τίτλους και υπερβολές, χειραγωγώντας με τον τρόπο τους όσους τα πιστεύουν. Άλλωστε, υπάρχουν ψευδείς ειδήσεις, οι οποίες διακινούνται από πολιτικούς φορείς, αλλά και ιστοσελίδες, οι οποίες μόνο αυτές έχουν ως πρόταγμα. Κι εκεί που η προπαγάνδα αποτελούσε και αποτελεί στήριγμα των απολυταρχικών καθεστώτων, των πολέμων και ποικίλου περιεχομένου διακινούμενων ιδεών, πλέον, με τον τρόπο που γίνεται, απειλεί πολύπλευρα το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά και την ψυχική υγεία πολιτών, οι οποίοι, μην έχοντας τη δυνατότητα να ανιχνεύσουν τα ψευδή σημαινόμενα, τα εκλαμβάνουν ως αληθή, με αποτέλεσμα να νιώθουν αγωνία, άγχος, φόβο, δυσπιστία, ματαίωση και άλλα δυσάρεστα συναισθήματα, ενώ, όχι σπάνια, επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και κατ’ επέκταση τη συμπεριφορά τους, με τα παιδιά και τους εφήβους να είναι τα πρώτα θύματα.
Γράφοντας τα ανωτέρω δεν θεωρώ πως κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Μια μικρή αφορμή για προβληματισμό είναι για όσους τα διαβάσουν, αφού άμεσα ή έμμεσα όλοι γινόμαστε δέκτες πλήθους τέτοιων λόγων και γεγονότων, τα οποία οφείλουμε ν’ αντιμετωπίζουμε με κριτική σκέψη και όχι να δεχόμαστε ακόμα και τα πιο τερατώδη ως αληθή.
Άλλωστε, ο ψηφιακός κόσμος, τον οποίο η γενιά μου, ψηφιακά αναλφάβητη στα νιάτα της, είχε την τύχη να γνωρίσει και να χρησιμοποιήσει προς όφελός της, οφείλει να βρει σταδιακά τα όριά του και να χρησιμοποιηθεί για καλό όσο κι αν μοιάζει ουτοπικό. Κι αυτό, με δεδομένα όσα ανεπίτρεπτα διακινούνται στο διαδίκτυο, όχι μόνο ξόμπλια και ληρήματα, δεν αποτελεί ευχή, αλλά ανάγκη, διότι τους πικρούς καρπούς της κακής χρήσης του τους δρέπουμε ήδη. Η επιλογή είναι όλων και του καθενός μας, όπως και η ευθύνη. Και όπως έλεγε ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος και γι’ αυτό είναι και απόλυτα υπεύθυνος, κάτι που ισχύει και για τα ανωτέρω.