Ένα εδαφωνύμιο η αφορμή

Γράφει ο Κώστας Λ. Χρήστος
Φιλόλογος

Η χώρα μας από τη μια άκρη της μέχρι την άλλη είναι γεμάτη από τοπωνύμια .Τόποι δηλαδή, οι οποίοι κατοικούνται αλλά και ακατοίκητες τοποθεσίες που έχουν και το ξεχωριστό τους όνομα. Και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι εκατοντάδες χιλιάδες τα σημερινά τοπωνύμια της χώρα μας, ορισμένα από τα οποία ονοματίστηκαν από τους Προέλληνες ακόμα! Κι ως τέτοια ενδεικτικά αναφέρω τον Υμηττό. Λυκαβηττό, Κηφισό, Λάρισα , Δήλος και πολλά άλλα. Σήμερα όμως μιλάμε και για εδαφωνύμια, απλών τοποθεσιών δηλαδή που είναι και τα περισσότερα , αμέτρητα θα έλεγα. Κι αυτά τα τελευταία είναι ποικίλης και δυσδιάκριτης κάποτε προέλευσης.
Ένα τέτοιο εδαφωνύμιο που μου είχε κινήσει την περιέργεια, από τα μαθητικά μου ακόμα χρόνια, είναι και το «πρέβεζα» κοντά στο χωριό Ζυγός -Άρτας, ο οποίος μέχρι το 1927 είχε τη σλαβική του ονομασία Λεβίτσικο. Και λέγω ότι είναι περίεργο και παράξενο σ΄αυτή την ημιορεινή περιοχή, καθότι η ομώνυμη πόλη Πρέβεζα της Ηπείρου είναι μια παραθαλάσσια πόλη απέχουσα από αυτό την τοποθεσία γύρω στα 70 χιλιόμετρα απόσταση. Επιπλέον ως όνομα δε δένει καθόλου με τα υπόλοιπα εδαφωνύμια πέριξ αυτού του χωριού. Στην πειστική ερμηνεία του έρχονται ως αρωγοί οι επιστήμες της γλωσσολογίας και της ιστορίας που φωτίζουν και πολλές άλλες ιστορικές πλευρές του νομού Άρτας, της πόλης Πρέβεζας και των απέναντι αυτής νήσων του Ιονίου.

Αναφερόμενος αρχικά στη λέξη Πρέβεζα και σε ό, τι αφορά στην προέλευση αυτού του ονόματος, επισημαίνω ότι υπάρχουν τρείς γλωσσολογικές εκδοχές: Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή σημαντικών γλωσσολόγων το όνομα αυτό είναι σλαβικής προέλευσης Prevoza και σημαίνει πέρασμα . Η δεύτερη εκδοχή θέλει το όνομα αυτό Preveze-za να είναι αλβανικής προέλευσης και που ως όνομα σημαίνει κι εδώ πέρασμα ,διάβαση. Τέλος η άποψη ότι η λέξη έχει ιταλική προέλευση (prevezione) και με τη σημασία της προμήθειας δεν έχει πολλούς υποστηρικτές και φαίνεται ως απίθανη.
Με αφορμή λοιπόν αυτό το ξενόφερτο τοπωνύμιο θα αναφερθώ στη συνέχεια σε ιστορικά γεγονότα που σχετίζονται με αυτό αλλά και με την ευρύτερη περιοχή του Ραδοβιζίου κι όχι μόνο. Μάλιστα θα σταθώ σε κείνη την ιστορική περίοδο , κατά την οποία τα ιστορικά γεγονότα δένουν περισσότερο, τόσο μ΄αυτό το εδαφωνύμιο Ζυγού αλλά και τις όμορες προς αυτό περιοχές.
Κι αναφέρομαι πρώτα στα Ιόνια νησιά. Τα Επτάνησα στο διάβα των αιώνων δέχτηκαν πολλούς κατακτητές, ο καθένας από τους οποίους άφησε και το δικό του στίγμα. Αυτοί όμως που άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους από τη μακρόχρονη παρουσία τους σε αυτά ήταν οι Ενετοί. Η Ενετική Δημοκρατία, από το μέσα του 14ου αιώνα μέχρι το 1503, επιδόθηκε σε υπερπόντιες κτήσεις κατακτώντας σταδιακά όλα τα νησιά του Ιονίου καταλαμβάνοντας αρχικά τα Κύθηρα, για να ολοκληρώσει αυτές με την κατάληψη και της Λευκάδας το 1718. Κι ενώ οι υπόλοιπες περιοχές της υποδουλωμένης Ελλάδας στέναζαν από τον βάρβαρο οθωμανικό ζυγό, οι Επτανήσιοι με τους Ενετούς διαβιούσαν πιο πολιτισμένα και με καλύτερη ζωή , κάτω από την διοίκηση του Γενικού Προβλεπτή της Θάλασσας που είχε την έδρα του στην Κέρκυρα. Κι ο πολιτισμός των Ενετών(Βενετών) χρωμάτισε ποικιλόμορφα τα Επτάνησα, με την ιταλική γλώσσα να γίνει σταδιακά προσφιλής στους κατοίκους, ιδίως στην ανώτατη τάξη, και καθ’ όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας να είναι η επίσημη γλώσσα τους.

Το 1460 η Ήπειρος κατακτιέται ολοκληρωτικά από τους Οθωμανούς . Η πόλη της ΄Αρτας είχε περιέλθει στην τουρκική σκλαβιά ήδη από το 1449. Τόσο τα χωριά της πεδινής Άρτας, όσο και της ημιορεινής αλλά κι ορεινής , εκτός από τις τουρκικές καταπιέσεις κι αυθαιρεσίες, είχαν να αντιμετωπίσουν από το 1832 και πλείστα άλλα δεινά. Κι αναφέρομαι από το έτος αυτό , διότι ο Ι. Καποδίστριας τότε είχε υπογράψει με τις Μεγάλες Δυνάμεις τα βόρεια σύνορα του νεοσύστατου και μικρού σε έκταση ελληνικού κράτους. Ως βόρεια γραμμή του είχε οριστεί αυτή που ένωνε τον Αμβρακικό με τον Παγασητικό κόλπο, με την Άρτα και τον κάμπο της, καθώς και με τις περιοχές Ραδοβιζίου-Τζουμέρκων να παραμένουν ακόμα υπόδουλες στους Οθωμανούς.
Πέρα όμως από τους εξευτελισμούς και τη βαριά φορολογία των Οθωμανών, ολόκληρη η περιοχή της Άρτας είχε να αντιμετωπίσει λησταντάρτικα σώματα και πειρατές , κυρίως μετά το 1683, που έμπαιναν ένοπλοι προς την Άρτα , στα καμποχώρια της, στο Ραδοβίζι, στα Τζουμέρκα. Ορμητήριο όλων αυτών των αναρχικών ομάδων και πειρατών ήταν ο Αμβρακικός κόλπος κι ο Βάλτος, που εφαπτόταν τότε νότια της καθορισθείσας οριακής γραμμής που προανέφερα.

Όλες αυτές οι ληστρικές ομάδες , καθώς και οι ανεξέλεγκτοι σε θηριωδίες Τουρκαλβανοί, δρούσαν ανεμπόδιστες από τους Τούρκους κάνοντας το βίο αβίωτο των υπόδουλων Ελλήνων, τόσο με τις ληστείες τους αλλά και με ξυλοδαρμούς, την υφαρπαγή γυναικόπαιδων ως ομήρων, τους σκοτωμούς, τους εμπρησμούς κατοικιών και τις άγριες μαστιγώσεις και κρεμάλες σε όσους τους αντιστέκονταν σθεναρά . Και βεβαίως οι χριστιανοί κάτοικοι των περιοχών αυτών της Άρτας δε μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν, τόσο επειδή τελούσαν υπό τουρκική Διοίκηση , η οποία μάλιστα ήταν και ανεκτική ως επί το πλείστον σ΄αυτές τις εισβολές, με τις οδυνηρές συνέπειες για τους κατοίκους, αλλά κι απαγόρευε στους υπόδουλους να κατέχουν όπλα. Ούτε όμως και οι Τούρκοι , όταν η κατάσταση γινόταν πολύ επικίνδυνη και γι αυτούς τους ίδιους από τους ποικιλώνυμους κι άγριους πειρατές, μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν, μη έχοντας αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις για να καλύπτουν ολόκληρη την περιοχή.
Μπροστά σε κείνη τη δύσκολη κατάσταση οι Πρόκριτοι των καμποχωρίων , του Ραδοβιζίου και των Τζουμέρκων, αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, απευθύνθηκαν στους Ενετούς που κατείχαν τα Επτάνησα, για να αναλάβουν την προστασία τους, έναντι βέβαια χρηματικού ποσού που θα συμφωνούσαν να τους καταβάλλουν κάθε χρόνο.
Οι Ενετοί προσφέρθηκαν να τους προστατέψουν αλλά υπήρχε η αντίδραση των Τούρκων, οι οποίοι φοβούνταν μήπως οι Ενετοί καταλάβουν και εδάφη της Ηπείρου , βλέποντας τη δική τους αδυναμία για να αντιμετωπίσουν τους πειρατές κι ακόμα σε περίπτωση που δεν τους καταβάλλονταν κατ΄έτος από τους προστατευμένους των τα συμφωνηθέντα χρηματικά ποσά. Γι αυτό και οι διαπραγματεύσεις εκείνες κράτησαν 13 χρόνια, για να υπογραφτεί τελικά η συμφωνία στις 20 Σεπτεμβρίου 1695. Η συμφωνία περιελάμβανε την υποχρέωση των Αρτινών να τους καταβάλλουν ως αντάλλαγμα της προστασίας τους κάθε χρόνο 1500 ρεάλια. Το ποσό αυτό θα συγκεντρωνόταν βέβαια από τα χωριά της περιοχής και πληρώνοντας ο κάθε κάτοικος ένα συγκεκριμένο ποσό, ανάλογο του αριθμού των κατοίκων του χωριού του . Συμφωνήθηκε ακόμα το χρηματικό ποσό προς τους Ενετούς να καταβάλλεται στο δημόσιο ταμείο της Αγίας Μαύρας(Λευκάδας) και μάλιστα σε δυο ισόποσες δόσεις. Η πρώτη στο τέλος Μαρτίου και η άλλη στο τέλος Σεπτεμβρίου του κάθε χρόνου.

Ενδεικτικά θα αναφέρω τα ποσά, σε ρεάλια, που θα έπρεπε να καταβάλλουν κάποια από τα χωριά της ημιορεινής και ορεινής περιοχής της Άρτας, του Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων: Λεβίτσικο(Ζυγός) ρεάλια 4, Μαρκινιάδα 6, Τσερκίστα (Κλειστό) 3, Σπανοπέτρα (Άνω Πέτρα) 5, Σεκλίστα 8, Βρεστενίτσα 12, Μελιανά 7, Χώσιανα 5, Σκουληκαριά 9, Βελενζικό 25, Μπότση (Μεγαλόχαρη) 6, Βουργαρέλι 25, Αθαμάνιο 16, Γρίμποβο 5, Θεοδώριανα 14 κλπ. Ανάλογα ποσά κατέβαλλαν και τα υπόλοιπα ορεινά χωριά, καθώς και τα χωριά του κάμπου της Άρτας, όπως αυτά βρέθηκαν καταγεγραμμένα σε Αρχεία της Βενετίας.
Σίγουρα η αντιμετώπιση των λήσταρχων της περιοχής Ραδοβιζίου από τους Ενετούς δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η περιοχή αυτή είναι δασώδης, πολύ δύσβατη και διέθετε πολλά κρησφύγετα για τους παρανομούντες σε κείνες τις εποχές που δεν υπήρχαν κι αμαξιτοί δρόμοι. Και εάν οι πειρατές, παρακάμπτοντας κρυφά την πόλη της Άρτας, έκαναν την εισβολή τους προς το άνω Ραδοβίζι, θα περνούσαν πρώτα από το χωριό Λεβίτσικο και στη συνέχεια θα εξορμούσαν προς τα ανατολικά αυτού χωριά . Και το πέρασμά τους προς αυτό, για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους κατοίκους που θα έπαιρναν τα μέτρα τους, κατά πάσα πιθανότητα γινόταν από το παλιό «πλατανόρεμα» μεριά(σήμερα το έχει καλύψει η λίμνη). Η είσοδος από τη μεγάλη αυτή ρεματιά , η οποία χωρίζει τα γειτονικά χωριά, Ζυγό –Μαρκινιάδα και που κατέληγε στον τότε Άραχθο ποταμό, ήταν ιδανική για να πορεύονται οι πειρατές μέσω του εδαφωνυμίου «πρέβεζα» που πιθανότατα, ως πέρασμα προς το Λεβίτσικο κι άνω, ονοματίστηκε από αυτούς.

Και στηρίζω αυτή την άποψή μου στο γεγονός ότι νοτιοδυτικά της τοποθεσίας αυτής, και στο χιλιόμετρο περίπου η απόσταση, βρίσκεται το εδαφωνύμιο «Βίγλα» που σημαίνει παρατηρητήριο, καραούλι, σκοπιά. Η θέα από τους λόφους αυτής της τοποθεσίας προς τα δυτικά της, όπου βρίσκεται και η πόλη της Άρτας, απέτρεπε τους εισβολείς να χρησιμοποιούν τον «ολόραχο» δρόμο προς τα Ραδοβιζοχώρια, για να μη γίνονται αντιληπτοί, καθώς θα ανηφόριζαν προς το Λεβίτσικο. Και τούτο διότι: για την ασφάλειά τους οι κάτοικοι του χωριού σε κείνες τις λίαν επικίνδυνες και ταραχώδεις για τη ζωή τους εποχές, προφανώς, θα τοποθετούσαν σκοπιές στη Βίγλα για να τους στέλνουν σήματα κινδύνου, προειδοποιώντας τους να λάβουν μέτρα προφύλαξης προτού «τους πιάσουν στον ύπνο.» Κι ακόμα το πέρασμα εισβολέων από τη θέση Βίγλα για τα ορεινά χωριά καθίστατο ακόμα πιο δύσκολη κι από το γεγονός ότι από εκεί ανεβοκατέβαιναν, μέρα νύχτα, πολλοί άνθρωποι από την πόλη της Άρτας προς τα Ραδοβιζινά χωριά. Γι αυτό το λόγο με σιγουριά έμπαιναν στα ενδότερα από την απόμερη θέση «πλατανόρεμα». Η παραρεμάτια πυκνή βλάστηση, τα αιωνόβια πλατάνια που την κάλυπταν και οι αμφίπλευροι της ρεματιάς κατσικόδρομοι, καθώς και το ολιγάνθρωπο της περιοχής, όλα αυτά ήταν ιδανικά για να πορεύονται από εκεί τα διάφορα κακοποιά στοιχεία.
Μάλιστα πριν από την τοποθεσία «πρέβεζα»(Ζυγού), και μάλιστα σε κοντινή απόσταση από αυτή, υπάρχουν και τα εδαφωνύμια «κουρσεμένη» (από το κουρσεύω) κι ο κοντινός προς αυτή «παλιόμ(υ)λος». Και σ΄αυτές τις τοποθεσίες, όπως θυμούνταν από τους πατεράδες και παππούδες τους οι παλαιότεροι που είχαν γεννηθεί το 1880 ,υπήρχε οικισμός με σπιτοκάλυβα, στα οποία διέμεναν κτηνοτρόφοι και γεωργοί από την περιοχή. Και κάποια από αυτά τα οικήματα ήταν πετρόκτιστα, σαν αυτά που βρίσκονται διάσπαρτα κι ως ερείπια πλέον σήμερα στην περιοχή του Ζυγού. Και η ονομασία «κουρσεμένη» είναι δηλωτική ότι η περιοχή αυτή κάποτε κουρσεύτηκε(λεηλατήθηκε), με πιθανή την εκδοχή οι λιγοστοί κάτοικοι τότε ή να εξοντώθηκαν ή να την εγκατέλειψαν. Το πότε συνέβη είναι άδηλον. Επίσης, όποια ερείπια είχαν απομείνει από εκείνο τον οικισμό, παρασύρθηκαν από μεγάλες κατά καιρούς «κατεβασιές» της μεγάλης ρεματιάς.

Και φεύγοντας από αυτή την εμβόλιμη αναφορά μου στο εδαφωνύμιο «πρέβεζα» και τα συναφή, θα ήθελα επιπλέον να προσθέσω ότι τα βάσανα των Αρτινών και των κατοίκων στα χωριά της Άρτας δε σταμάτησαν με την προστασία που τους παρείχαν οι Ενετοί. Αντιθέτως, υπέστησαν στη συνέχεια χειρότερα δεινά. Και τούτο διότι, παρόλο που είχαν καταβάλει στους Ενετούς την πρώτη δόση των 750 ρεαλίων, ο διαβόητος πειρατής Λιμπέριος ή Λιμπεράκης Γερακάρης, Μανιάτης στην καταγωγή, στις 27 Αυγούστου 1696 επέδραμε με τους κουρσάρους του εναντίον της Άρτας και των άλλων ανυπεράσπιστων χωριών της, προβαίνοντας σε πρωτοφανείς καταστροφές και με απίστευτη αγριότητα, αν και ήταν Έλληνας χριστιανός. Κατέστρεψε κι αφάνισε κατοίκους και περιουσίες μόνο του ελληνικού στοιχείου χωρίς να πειράξει τους Τούρκους κι Εβραίους που κατοικούσαν τότε στην Άρτα. Και βεβαίως οι δυστυχείς εκείνοι κάτοικοι πλήρωναν συνεχώς τις συμφωνηθείσες χρηματικές τους δόσεις προς τους Ενετούς! Ενδεικτικές είναι και οι παρακάτω εκκλήσεις τους προς τον «Γενικόν κατά θάλασσαν Προβλεπτή». Περιληπτικά έγραφαν στην αναφορά τους για τον Γερακάρη:
«…έφθειρε κι ηφάνισε άρδην την Άρτα και τα χωρία αυτής, έκαυσε τα οσπίτια, εδήμευσε τα ιερά σκεύη των εκκλησιών, έσυραν γυναίκας μετά των παιδίων αυτών, έφθειραν παρθένους και άλλα μύρια κακά εποίησαν ημίν οι άνθρωποί του, πολλούς από λόγου μας εγύμνωσαν τελείως ως τους εγέννησεν η μήτηρ αυτών και επεριπατούσαν γυμνοί, χριστιανός λέγεται αλλά τα αποτελέσματα αυτού δεν ομοιάζουσι χριστιανικά, ώστε και μίαν εκκλησίαν του Θεολόγου Ιωάννου έκαυσεν…»
Κάτω από αυτές τις δραματικές συνθήκες που ζούσαν επί αιώνες οι σκλαβωμένοι κάτοικοι της περιοχής, το Ραδοβίζι αποφάσισε να ξεκινήσει επισήμως και πρώτο την απελευθερωτική Επανάσταση στις 15 Ιανουαρίου του 1854 από το χωριό Μπότση(Μεγαλόχαρη).Η επανάσταση έληξε με τις αποφάσεις του Συνεδρίου Βερολίνου το 1878 και με τη Συνθήκη της Κων/πολης το 1881σφραγίστηκε η απελευθέρωση του Ραδοβιζίου, της ΄Αρτας κι όλων των εδαφών που βρίσκονταν ανατολικά της ροής του Άραχθου ποταμού, από τις πηγές του μέχρι στις εκβολές του στον Αμβρακικό. Μαζί τους βεβαίως και η τοποθεσία «πρέβεζα» – Ζυγού, ενώ η πόλη Πρέβεζα παρέμεινε για 30 χρόνια ακόμα υπό τουρκική κατοχή.-