Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

– Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης –
Βρόσγος Αναστάσιος

Το τετράδιο με τα κόκκινα γράμματα

Σκοτάδι. Πυκνό, σχεδόν αδιαπέραστο. Η απουσία του φεγγαριού λες και ήταν παραγγελία. Για το δημόσιο φωτισμό ήξερε, δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν εκεί, ίσως όμως αυτή να ήταν η τελευταία. Είχε αφήσει το αυτοκίνητο αρκετά μακριά, πριν το εγκαταλελειμμένο γήπεδο του μπάσκετ, στην πρώτη διασταύρωση, και ανηφόρισε με τα πόδια. Έριξε μια ματιά προς τη θάλασσα. Η θέα του μοντέρνου διώροφου σπιτιού, σκαρφαλωμένο στην κορυφή του λόφου, σε ένα αδιέξοδο της οδού Βενιέρη ήταν ειδυλλιακή και ασκούσε πάντα πάνω του μια ιδιαίτερη γοητεία. Δεν είχε περάσει και λίγα εδώ. Τα φώτα της παραλιακής τρεμόπαιζαν σχηματίζοντας μικρά μονοπάτια στο νερό. Πολύ αραιά, κάποιο αυτοκίνητο διέσχιζε με ταχύτητα τη λεωφόρο όμως κανένας ήχος δεν έφτανε ως εκεί. Η ησυχία θύμιζε νεκροταφείο τα μεσάνυχτα και το μόνο που άκουγε ήταν το γουργουρητό του αίματος στις φλέβες του. Και ένιωθε οργή. Απύθμενη οργή και ταπείνωση.

Κινήθηκε προς τον πλαϊνό εξωτερικό τοίχο, αποφεύγοντας να εκτεθεί στα φώτα της πρόσοψης, κρατώντας ένα πτυσσόμενο πλαστικό σκαμνάκι. Το έδαφος ήταν πετρώδες και επικλινές και το ανέβασμα ήταν παιχνιδάκι. Πήδησε στην πίσω αυλή με προσοχή να μην πιαστεί στα ψηλά φυτά του παρτεριού που έφταναν στο ύψος της μάντρας. Διέσχισε το στενό πλακόστρωτο μέχρι τον βορεινό τοίχο. Όπως το είχε υπολογίσει, το παράθυρο με τη σίτα ήταν μισάνοικτο. Έμοιαζε με πεινασμένο στόμα. Τοποθέτησε το σκαμνάκι στον τοίχο και ανέβηκε με προσοχή. Δεν ήταν ώρα για λάθη. Πιάστηκε με τα δύο χέρια απ τις άκρες του παραθύρου σηκώνοντας το ένα πόδι μέχρις ότου να γαντζωθεί και να του επιτρέψει να ανέβει έστω και με την τρίτη προσπάθεια.
Ένας ήχος τον έκανε να παγώσει. Ένα αυτοκίνητο ακούστηκε να πλησιάζει και ο δρόμος φωτίστηκε από τους προβολείς του. Τι διάολο; Υποτίθεται ότι έλειπαν όλοι και το σπίτι ήταν το μοναδικό στο στενό. Κούρνιασε στο παράθυρο κρατώντας την αναπνοή του. Στο σημείο που στεκόταν δεν ήταν ορατός, φοβόταν όμως το βάρος του που πίεζε το παράθυρο.

Η φωνή που μίλησε ήταν αντρική, ερχόταν από απόσταση. Ο πατέρας της. Ανέπνευσε με ανακούφιση. Η είσοδος για το επάνω σπίτι ήταν από την απέναντι πλευρά, εκεί που βρισκόταν η πισίνα και αρκετά μακριά από εκεί που στεκόταν. Όμως είχε αρχίσει να πιάνεται έχοντας τα πόδια λυγισμένα και τα χέρια μαζεμένα να κρατούν αντίσταση. Σύντομα θα άρχιζε να πονάει. Περίμενε λίγο μέχρι που άκουσε τον ήχο της πόρτας να κλείνει. Σαν αυτό να ήταν το σύνθημα, πέρασε το σώμα του από το παράθυρο και πήδηξε στον καναπέ του σαλονιού που βρισκόταν από κάτω. Κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο περνώντας από την βιβλιοθήκη του διαδρόμου χωρίς φακό. Τον άνοιξε μόνο όταν μπήκε μέσα, αφού η μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας έβλεπε στην πίσω αυλή, εκεί που από το επάνω πάτωμα δεν υπήρχε ορατότητα. Άνοιξε το κάτω συρτάρι του κομοδίνου πιάνοντας το ξύλινο κουτί. Έβγαλε το περιεχόμενο και το έχωσε βιαστικά μέσα από την μπλούζα του. Βγήκε από τη μπαλκονόπορτα στην πίσω αυλή χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Η έξοδος ήταν δυσκολότερη μιας και το ύψος ήταν τώρα μεγαλύτερο αλλά το σκαμνάκι που είχε δανειστεί την προηγούμενη φορά που είχε έρθει, έκανε τα πράγματα πιο απλά. Με δύο κινήσεις βρέθηκε στη ράχη της μάντρας και με ένα πήδημα ήταν ήδη έξω. Στο επάνω σπίτι τα φώτα είχαν σβήσει. Σε λίγο, το σκοτάδι τον είχε καταπιεί…

……………………………………………………………………………………………………………………………………………
«Δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένη είμαι αγάπη» είπε η Νατάσσα χαμηλόφωνα προσέχοντας μην ακούσουν τίποτα τα παιδιά.
«Και εγώ» είπε ο Άλκης με συνωμοτικό ύφος. «Πάμε; Τα μικρά χαλάνε τον κόσμο στο αυτοκίνητο και σε λίγο θα αρχίσουν να γκρινιάζουν». Της έπιασε το χέρι κρύβοντας την κίνηση με το σώμα του.
«Πάμε, θα μας φάνε σε λίγο αυτά» του είπε δείχνοντας με τα μάτια τα τέσσερα πιτσιρίκια που ήταν δεμένα με τις ζώνες τους στο πίσω κάθισμα.
«Έχεις κάτι;» μου φαίνεσαι κάπως σκεφτικός του είπε καθώς έμπαινε στη θέση του συνοδηγού.
«Όχι μωρέ, τίποτα, απλά ξύπνησα με λίγο πονοκέφαλο, κοιμήθηκα λίγο. Μάλλον από το άγχος. Πάντα το ίδιο παθαίνω. Φύγαμε».
……………………………………………………………………………………………………………………………………………
«Φτάσαμε παιδάκια. Τόση γκρίνια για δυόμιση ώρες ταξίδι»…
Ούτε που τον άκουγαν. Οι πίσω πόρτες είχαν ανοίξει αστραπιαία και αυτά είχαν ξεχυθεί στην αυλή της πέτρινης μονοκατοικίας που θα τους φιλοξενούσε για τις επόμενες δέκα μέρες.
«Ευκαιρία να σε φιλήσω. Μετά βίας κρατιόμουν στο αμάξι» του είπε η Νατάσσα γέρνοντας προς το μέρος του. Ανταποκρίθηκε με θέρμη. Το χέρι του κινήθηκε αργά στο σώμα της.
«Όχι τώρα. Είμαστε σε απόσταση βολής. Ο εχθρός παρακολουθεί» είπε ναζιάρικα κατεβάζοντας του το χέρι. «Έλα τι έπαθες τώρα; Έχουμε όλο το χρόνο δικό μας και δεν θέλω να πουν κάτι στο μπαμπά τους» συνέχισε βλέποντας την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. «Σου θυμίζω ότι το διαζύγιο δεν έχει βγει ακόμα. Και τώρα που το σκέφτομαι, με το που γυρίσουμε πρέπει να το τρέξω. Τις προάλλες που ήρθε για τα παιδιά, μου έκανε σκηνή.»

Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει τίποτα.
Μια γυναίκα γύρω στα 55 με καστανά ίσια μαλλιά και ζεστό χαμόγελο τους υποδέχθηκε μπροστά από μια πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στα καταλύματα τους. Μερικά λεπτά αργότερα τακτοποιούσαν τα πράγματα τους στα δύο αντικρυστά σπιτάκια εν μέσω αλαλαγμών των παιδιών που έτρεχαν σαν δαιμονισμένα από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
«Είναι υπέροχα Άλκη. Έλα να δεις».
«Ναι, καλύτερα απ’ ότι το φανταζόμουν. Τρομερή θέα, απίστευτη βεράντα.»
Του έπιασε το χέρι. «Ανυπομονώ να μείνουμε μόνοι».
Έσκυψε και της έριξε ένα πεταχτό φιλί. Ένιωσε τη μυρωδιά της να τον μεθάει.
Όταν τέλειωσαν με τα πράγματα άρχισαν να ετοιμάζονται για την παραλία.
«Μπαμπούλη θα φουσκώσουμε τον κροκόδειλο;» ο Αντρέας
«Και το στρώμα;» η Δάφνη
«Σήμερα το στρώμα. Αύριο τα άλλα. Να βουτήξω και εγώ λίγο, στάζω. Εντάξει αγάπες;»
«Εντάξει μπαμπούλιους» η Δάφνη, με βαριά καρδιά.
Γύρισε στη Νατάσσα.

«Βλέπεις τι τραβάω. έτσι; Διαπραγμάτευση για όλα. Eurogroup κανονικό»
Του χαμογέλασε. Το πρόσωπο της έλαμπε. Σκέφτηκε πόσο την είχε αγαπήσει, πόσο την είχε ποθήσει, πόσο είχε αλλάξει η ζωή του απ όταν τη γνώρισε. Το μυαλό του δε σταματούσε να ανακαλεί στιγμές. Καλές και κακές. Γιατί είχαν και απ αυτές, πολλές.
«Πρόσεξε το σκυλί»
Μόλις που πρόλαβε να στρίψει το τιμόνι αριστερά, ενώ το ζωντανό που μάλλον δεν κατάλαβε την τύχη του, χώθηκε τρομαγμένο στο θάμνο στην άκρη του δρόμου. Τα χέρια του έσφιγγαν το τιμόνι μέχρι που οι κλειδώσεις των δαχτύλων του άσπρισαν. Έτρεμε απ την ταραχή. Του πήρε κάμποσο να συνέλθει.
«Τι έπαθες;» ρώτησε η Νατάσσα ενώ σαν σε συγχορδία η γαλαρία ζητούσε να μάθει αν χτυπήθηκε το σκυλί.
Ανέλαβε να εξηγήσει αυτή στα παιδιά.
«Αφαιρέθηκα. Ούτε το είδα. Ευτυχώς που φώναξες.»
Σε λιγότερο από 10 λεπτά άπλωναν φουσκωτά και κουβαδάκια στην άμμο που ζεματούσε. Τα πιτσιρίκια όρμησαν αφηνιασμένα στο νερό. Κάθισαν στις μπροστινές ξαπλώστρες ώστε να έχουν οπτική επαφή και παρήγγειλαν καφέ και νερά.

«Είσαι τόσο όμορφη» της είπε καθώς άπλωνε το αντηλιακό πάνω στο μικροκαμωμένο σώμα της. «Όμορφη και δική μου».
«Δική σου» απάντησε ψιθυριστά απολαμβάνοντας το κάθε άγγιγμα από τα δάχτυλα του. «Μη σταματάς».
Ούτε κατάλαβαν πότε έφτασε το απόγευμα. Πάνω από 5 ώρες στη θάλασσα είχαν περάσει σε κινηματογραφικό χρόνο. Έφτασαν στο σπίτι γύρω στις 6:30. Τα παιδιά είχαν αρχίσει να πεινάνε, μαζί ξεκίνησε και η μουρμούρα.
Έφαγαν σε μια ήσυχη και απόμερη ταβέρνα όχι πολύ μακριά από το σπίτι. Δεν υπήρχαν και πολλές. Το μέρος ήταν εντελώς ερημικό, γι αυτό και το είχαν διαλέξει εξάλλου.
Γύρισαν ενώ ο ήλιος είχε πάρει πορεία απόκρυψης πίσω από το βουνό. Η συννεφιά δημιουργούσε απίστευτους συνδυασμούς χρωμάτων στον ουράνιο καμβά και η στάση για την απαθανάτιση των εικόνων κρίθηκε επιβεβλημένη.
Το τηλέφωνο του Άλκη χτύπησε ενώ μόλις είχαν επιστρέψει στο σπίτι. Μετά τις πρώτες κουβέντες, το πρόσωπο του φάνηκε να σοβαρεύει απότομα. Ο τόνος της φωνής ανέβηκε.
«Και πρέπει αυτό να γίνει σήμερα; Μόλις ήρθαμε.. Μήπως…»

Η συνομιλία τερματίστηκε με ένα «πες του να πάει να….»
«Τι έγινε Άλκη; Τι συνέβη;» η φωνή της Νατάσσας δεν έκρυβε την ανησυχία της.
«Πρέπει να υπογράψω κάποια χαρτιά. Σήμερα. Ο Δημήτρης ήταν. Αυτός ο μαλάκας ο Δελατόλας φεύγει διακοπές αύριο και στ αρχίδια του όλα. Θέλει λέει να τα τακτοποιήσει πριν φύγει. Τη Δευτέρα έλεγε άλλα γαμώ την τρέλα μου. Αλλιώς τη χαλάει τη δουλειά. Καταλαβαίνεις; Τόσοι μήνες δουλειάς να πάνε στράφι επειδή αυτουνού του καύλωσε τώρα…»
Η φράση κόπηκε στη μέση βλέποντας τον δείκτη της Νατάσας κάθετο στα χείλη ενώ τα μάτια της έκαναν νόημα δείχνοντας τα παιδιά.
«Μη φωνάζεις. Καταλαβαίνω το σπάσιμο. Καταλαβαίνω και την κούραση. Όμως αφού δε μπορεί να γίνει αλλιώς… Για τα παιδιά μην ανησυχείς. Θα είναι μια χαρά. Εγώ βέβαια, αλλιώς το περίμενα το πρώτο βράδυ. Αύριο όμως περιμένω να επανορθώσεις.»
«Είσαι μια υπέροχη ζουζούνα και εγώ πολύ τυχερός που σε έχω, το ξέρεις; Πάω να μιλήσω στα παιδιά και έρχομαι.»
Μισή ώρα μετά ήταν έτοιμος να φύγει. Τα παιδιά, αποκαμωμένα από το παιχνίδι ήταν καθισμένα στο μεγάλο καναπέ του σπιτιού της Νατάσσας και παρακολουθούσαν τηλεόραση. Η Ηρώ είχε ήδη τα βλέφαρα μισόκλειστα. Βλέποντας τα, καταλάβαινες ότι δε θα αργούσαν να κοιμηθούν. Η απουσία οποιασδήποτε ομιλίας φανέρωνε την επικείμενη άνευ όρων παράδοση στο Μορφέα.

Πήρε παράμερα τη Νατάσσα και τη φίλησε. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω του.»
«Σ αγαπάω.»
«Και εγώ και ας με αφήνεις» του είπε παιχνιδιάρικα.
«Περίμενε μισό λεπτό» είπε και κινήθηκε προς το αυτοκίνητο.»
Γύρισε κρατώντας ένα αυτοσχέδιο μπουκέτο με μωβ λουλούδια.
«Τι είναι αυτά; Πότε τα έκοψες και δεν πήρα είδηση;» στο πρόσωπο της είχε εγκατασταθεί ένα πλατύ χαμόγελο που γινόταν ακόμα πιο όμορφο από την έκπληξη που είχε πάρει.
«Επαγγελματικό μυστικό. Δε μπορώ να τα αποκαλύπτω όλα». Μια γιαγιά πάντως μου είπε ότι είναι μαγικό φυτό. Το χρησιμοποιούσαν παλιά για τις ημικρανίες όπως τις δικές σου καλή ώρα, τους ρευματισμούς, τα δερματικά.. απλά χαϊδεύοντας τα φύλλα, αλλά και ως αφέψημα. Είπε και άλλα, αλλά δε θυμάμαι, φτάνουν αυτά. Είναι όμως για μεγάλους όχι για παιδιά.. Αλλεργίες, ξέρεις..»
«Είσαι τζουτζού που σκέφτηκες τις ημικρανίες μου. Σ ευχαριστώ. Τώρα κατάλαβα πότε το έκανες. Όταν πήγες να φέρεις τα παγωτά. Είναι υπέροχα πάντως, εκτός των θεραπευτικών ιδιοτήτων».

Έφυγε λίγο μετά τις 9:30. Ο δρόμος ήταν άδειος και η οδήγηση εύκολη. Σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο για να γεμίσει το ντεπόζιτο. Είχε ανάψει το λαμπάκι της ρεζέρβας. Έπιασε κουβέντα με τον υπάλληλο της βάρδιας, έναν μισοκοιμισμένο 35άρη ασιατικής καταγωγής που μίλαγε σπαστά ελληνικά. Ξεκίνησε πάλι με χαμηλή ταχύτητα. Είχε κάνει κάτι παραπάνω από μια ώρα πηγαίνοντας χαλαρά, χωρίς να ζορίζει το αυτοκίνητο, όταν χτύπησε το κινητό του. Η Νατάσσα. Η φωνή της ακουγόταν ξεψυχισμένη ίσα που έφτανε στ’ αυτιά του.
«Τι τρέχει, Νατάσσα τι έχεις;»
«Δε δε νιώθω καλά..» παύση…
«Έχω σκοτοδίνες, σχεδόν λιποθύμησα πριν…» η μιλιά φαινόταν να βγαίνει με πολύ κόπο. Νέα παύση.
«Και ένα πλάκωμα στο στήθος… Άλκη φοβάμαι»
Ακούστηκε ένας ήχος που σχεδόν του έσπασε το τύμπανο. Το τηλέφωνο μάλλον είχε πέσει. Μετά σιωπή.

«Νατάσσα, Νατάσσα» ούρλιαξε σχεδόν αλλά απ την άλλη πλευρά δεν ακουγόταν τίποτα.
Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Είχε ιδρώσει. Το βραδινό καλοκαιρινό βοριαδάκι δεν τον ανακούφιζε στο ελάχιστο.
Αισθάνθηκε σαν ένα παγωμένο χέρι να του αγγίζει τη ραχοκοκαλιά.
Το Ακόνιτο είχε δράσει γρηγορότερα από όσο πίστευε. Ακαριαία σχεδόν.
Κοίταξε στο κάθισμα του συνοδηγού το τετράδιο με τα κόκκινα γράμματα. Το τετράδιο που δεν ήταν γραμμένο γι αυτόν. Γι αυτόν, το μόνο που ήταν γραμμένο ήταν ότι του είχε δώσει μεγάλη αξία, ότι είχε κουραστεί… Τώρα που το είχε δει καλά, είχε σιγουρευτεί.
Πως είχε μπορέσει να του το κάνει αυτό; Πως μπόρεσε να τον προδώσει; Της τα είχε δώσει όλα και αυτή τον είχε φορτώσει με ένα τσουβάλι ψέματα. Αυτός έλιωνε μέρα με τη μέρα, ταπεινωνόταν… Μέχρι και σε ψυχίατρο είχε πάει και αυτή υποκρινόταν, τον κορόιδευε μπροστά στα μούτρα του.

Η εκδίκηση όμως είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο έτσι δε λένε; Αφού δεν την είχε δική του δεν θα την είχε κανείς.
Έπιασε το τετράδιο με το ένα χέρι και άναψε τον αναπτήρα. Το πέταξε στην άκρη του δρόμου βλέποντας το να καίγεται με μια άγρια χαρά. Ξαφνικά ξέσπασε σε λυγμούς. Τα δάκρυα ξεχύνονταν βίαια ενώ το σώμα του τρανταζόταν από τα αναφιλητά.
«Άλκη»… αν ο θάνατος είχε φωνή, κάπως έτσι θα ακουγόταν.
Το τηλέφωνο δεν είχε κλείσει.
Έβαλε μπρος τη μηχανή και μάρσαρε κάνοντας μια επικίνδυνη αναστροφή χωρίς να βλέπει το απέναντι ρεύμα. Τα λάστιχα στρίγκλισαν ενώ το πόδι σανίδωνε το γκάζι.
Ίσως να προλάβαινε…

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970 αλλά κόβει απ την ηλικία του 4 χρόνια γιατί δεν αναγνωρίζει αυτά της Χούντας. Δεν τα κατάφερε να μάθει γαλλικά και πιάνο και αυτό είναι κάτι που τον κυνηγάει ακόμα. Είναι πατέρας δύο υπέροχων παιδιών. Ήρωας του ο Δον Κιχώτης. Οικονομολόγος κατ΄ επάγγελμα και συγγραφέας κατά φαντασίαν από χόμπι, αλλά μη του το πείτε και του χαλάσετε το όνειρο.
Έχει αρθρογραφήσει κατά καιρούς σε εφημερίδες, ηλεκτρονικά περιοδικά και blogs ενώ δημοσιεύει ποιήματα και flash fiction ιστορίες σε λογοτεχνικές σελίδες. Συμμετέχει στο Συλλογικό έργο Ποιητικές Συμπλεύσεις 3, Ρευστά όρια (Εντύποις 2019) και το «Χρήσιμοι Ηλίθιοι» από τις εκδόσεις Κύφαντα είναι το πρώτο μυθιστόρημα που κατάφερε επιτέλους να ολοκληρώσει.