Από τα καφενεία στα cafe: μια ιστορία δρόμος!

Γράφει ο Ν. Μπιλανάκης

Τα καφενεία, μέχρι περίπου τα τέλη του 1970, ιδιαίτερα στην ελληνική επαρχία, ήταν ένας καθαρά αντρικός χώρος. Εκεί πήγαιναν μόνον οι άντρες της γειτονιάς για να πιούν το καφέ τους απολαμβάνοντας το τσιγαράκι τους, το ουζάκι τους ή το τσιπουράκι τους. Ένας χώρος δημόσιας χρήσης που αποσκοπούσε αποκλειστικά στην απόλαυση των αντρών, στη συλλογική τους ευωχία.
Εκεί συναντιόντουσαν οι φίλοι, χαιρόντουσαν ή λυπόντουσαν οι απλοί ανθρώποι, εκδραμάτιζαν τα παυσίλυπα πάθη τους, έδιναν και έπαιρναν συμβουλές ή πειράζαν ο ένας τον άλλον. Το καφενείο βέβαια τότε εκτελούσε και άλλες λειτουργίες. Αποτελούσε καταρχήν ένα προνομιακό χώρο ανταλλαγής πληροφοριών, κάτι σαν τη συνέχεια της αρχαίας αγοράς.

Εκεί μαθευόταν αν κάποιος αρρώστησε ή αν κάποιος χρειαζόταν ανθρώπους να δουλέψουν γι’ αυτόν ή αν κάποιος είχε βγάλει προϊόντα και ήθελε να τα πουλήσει κλπ. Το καφενείο επίσης λειτουργούσε και ως χώρος που έφερνε σε επαφή την ανδρική κοινωνία της περιοχής με τον έξω κόσμο. Εκεί θα πρωτοεμφανιστεί το πρώτο τηλέφωνο, το πρώτο ραδιόφωνο, το πρώτο τζουκμπόξ, η πρώτη τηλεόραση, στο καφενείο θα ερχόταν ο κινηματογράφος αφού εκεί έστηναν τα πανιά και τη μηχανή και προβαλλόταν η ταινία. Στο καφενείο θα ερχόταν και ο βουλευτής από την πρωτεύουσα για να κεράσει και να δώσει προεκλογικές υποσχέσεις και να μαζέψει ψήφους.
Κάθε καφενείο είχε τη δική του ατμόσφαιρα αλλά τα υλικά με τα οποία αυτή δημιουργόταν ήταν κοινά σε όλα τα καφενεία: ο διαθέσιμος χώρος του καταστήματος, οι ξύλινες καρέκλες του και τα ξύλινα τραπέζια του, οι φωτογραφίες στον τοίχο, η μυρωδιά από καφέ, αλκοόλ και από τον βασιλικό στην είσοδο του ή στα παραθύρια του καταστήματος, ο καφετζής, οι θαμώνες με τις κουβέντες τους και τα παιγνίδια τους, ο καφές τους που ήταν αρχικά αποκλειστικά “ελληνικός” (ή “τούρκικος” όπως λεγόταν ακόμα), όλα μέτραγαν στο να χτιστεί αυτή η ατμόσφαιρα. Ακόμα και η θέρμανση του χώρου μετρούσε.

Αν υπήρχε σόμπα στη μέση, φερ’ ειπείν, και όχι κεντρική θέρμανση, οι θαμώνες μαζεύονταν όλοι τριγύρω της και πάνω στη σόμπα έβαζαν κάστανα, κρασί, ρακί με μέλι, μπορεί να αναδεύαν τη φωτιά αν ήταν ξυλόσομπα, να τεντώναν τα χέρια τους προς τη φωτιά προτού τα φέρουν πίσω, πάνω στο πρόσωπο τους για να ακουμπήσουν εκεί τη ζέστη της φωτιάς. Και το τάβλι μετρούσε, και το χαρτάκι μετρούσε που σε άλλα καφενεία στήνονταν περιφερειακά ενώ σε άλλα στήνονταν κουμάρι, με καρέ κανονικό.
Στου καφενείου το αλλησηβερίσι δημιουργούνταν σχέσεις, μετριώνταν και ακυρωνόταν άλλες, χτίζονταν αξίες και συμπεριφορές που ακολουθούσαν οι άντρες της περιοχής. Σε μερικά καφενεία πολύ φτωχών περιοχών, σε μια Ελλάδα γενικότερα ενδεή και ταλαιπωρημένη, οι αξίες και οι πολιτιστικές σταθερές που χτιζόνταν εκεί ξεπερνούσαν τα παραδεκτά, τα ειωθότα. Μέσα στον συμποσιασμό των θαμώνων αυτών των καφενείων, αθόρυβα όπως λάμβανε χώρα η ρακοποσία σύμφωνα με το τελετουργικό των «κερασμάτων», υφαινόταν μια ρηξικελευθη λαική κουλτούρα κι ένα ήθος οργής και ανυπακοής.

Μια κουλτούρα του καημού και τοιυ ξεσηκωμού, που υμνήθηκε από ποιητές όπως ο Βάρναλης, ο Λαπαθιώτης κ.α., όπου το γλέντι προηγούνταν της εργασίας, η κατανάλωση της αποταμίευσης, η μέθεξη της παρέας της παραγωγικής μοναχικότητας, η ξεχωριστή ατομική μαγκιά από τον θάνατο τον ίδιο! Σε αυτή την ριζοσπαστική κουλτούρα ορισμένων καφενείων θα αντιτεθούν βέβαια από νωρίς κάποιοι άλλοι, νοικοκυραίοι, που θα επιχειρήσουν να επανεισάγουν στο χώρο του καφενείου τις γενικευμένα επικρατούσες αρχές της οικογένειας, της εκκλησίας και της αγοράς. Στην διαμάχη τους αυτή θα επέλθει σύγκρουση που θα εικονογραφήσει την Ιστορία και θα οδηγήσει ανάμεσα στα άλλα στην δημιουργία των γαλάζιων, πράσινων και κόκκινων καφενείων. Και όχι μόνο!

Στο μεταξύ η ελληνική κοινωνία θα προοδεύσει, και όσο σιγά-σιγά προόδευε, και εξευερωπαιζόταν, και πλούταινε, εμφανιζόταν η μεσαία τάξη στο προσκήνιο, και οι γυναίκες εξισώνονταν με τους άντρες, και τα παιδιά με τους ανθρώπους, τόσο δίπλα στα παραδοσιακά καφενεία, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες πόλεις, άρχισαν να εμφανίζονται περισσότερο πολυτελή καφενεία. Πιό σύγχρονα, πιο ευρωπαϊκά. Με ψάθινες καρέκλες, ανεμιστήρες στην οροφή, με περιοδικά στα τραπέζια, με γλυκά του κουταλιού και με πάστες αμυγδάλου ή σεράνο και γενικότερα με μεγάλη όρεξη για μπόρεσαν επιτέλους να έρθουν και οι γυναίκες σπάζοντας το επικρατούν μέχρι τότε άβατον αλλά και οι θαμώνες από τα πιό εύρωστα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, οι κυρ Παντελήδες που ήθελαν και αυτοί μεράδι από τον κόσμο τούτο.
Τα καταστήματα αυτά, μετά την δεκαετία του 1970, θα εξελιχθούν, πρώτα απ’ όλα στα μεγάλα αστικά κέντρα, σιγά-σιγά, στις καφετέριες, που θα απευθυνθούν ιδιαίτερα στον νεαρόκοσμο. Με τις άνετες πορτοκαλί καρέκλες τους, τα τραπεζάκια με την ανοξείδωτη επιφάνεια και την μουσική υπόκρουση παλιών ιταλικών τραγουδιών ή αντίστοιχων ελαφρολαικών ελληνικών θα αποτελέσουν προνομιακό χώρο συνεύρεσης των νέων, που σερβιτόροι πλέον (όχι καφετζήδες) θα τους προσέφεραν νες-καφέ φραπέ, για να ξεχωρίζουν από τους ντεμοντέ παλαιότερους που έπιναν ακόμα ελληνικό καφέ.

Στα καταστήματα αυτά θα συναντιόνταν οι νέοι μεταξύ τους, θα σχηματίζονταν οι παρέες τους, εκεί θα βγαίναν με τις κοπέλες τους και θα φαισόνονταν στα πιό απόμερα τραπεζάκια τους – ελλείψει άλλων πιό ιδιωτικών χώρων. Και όλη η παλαιοτερη πελατεία και κουλτούρα των παραδοσιακών καφενείων θα εξαφανιστεί τουλάχιστον από τα μεγάλα αστικά κέντρα ή θα εξοριστεί στα μακρινά χωριά της ελληνικής επικρατειας.
Γρήγορα όμως, ακόμα και οι καφετέριες αυτές θα μετασχηματιστούν εκ νέου. Θα μεγαλώσουν, καταρχήν, αποκτώντας θηριώδεις διαστάσεις και καταλαμβάνοντας τεράστια τμήματα των πεζοδρόμων και των πεζοδρομίων, γεμίζοντας τους με τραπεζοκαθίσματα. Γίνονται χώροι μαζικοί, ισοπεδωτικοί που καταπίνουν και πέπτουν τους θαμώνες τους. Οι μουσικες τους κυριαρχούνται από ένα ομοιομορφο τέμπο, που ορίζει ένα περιβάλλον απρόσωπης μαζικότητας και θορυβώδους αποπροσωποποίησης. Φτιαγμένοι με όλο και πιό ακριβά και χλιδάτα υλικά, όπως τον ανοξείδωτο χάλυβα, το γυαλί, τη δερματίνη, τα ξύλινα πατώματα, υπόσχονται πολυτέλεια και λάμψη σε μια Ελλάδα που ο πλούτος κι η λάμψη του καθίστανται μια υπόσχεση όλο και πιο προσιτή για τον καθένα. Οι υπάλληλοι που εργάζονται πλέον σε αυτά τα καταστήματα δεν λέγονται πλέον καφετζήδες αλλά bartenders, PR’s, τσεκαδόροι, που δεν σερβίρουν αλλα εξυπηρετούν τους πελάτες. Οι πελάτες παραμένουν να είναι νέοι ανθρώποι, που καθισμένοι όλοι μαζί σε αυτά τα τακτοποιημένα μαγαζιά προτιμούν να κοιτούν σιωπηλοί και απλανώς πάνω από τα ποτήρια τους, μέσα από τις τζαμαρίες των καταστημάτων, προς τις απέναντι καφετέριες, άλλους νεαρούς επίσης θαμώνες που κάνουν το ίδιο. Ή να κοιτούν όλοι μαζί τις οθόνες των κινητών τους. Και όλοι μαζί να αφήνουν πίσω τους μια πραγματικότητα αρυτίδωτη και αβαθή, στην επιφάνεια της οποίας αντανακλάται μια κοινωνία πλουσιότερη μεν αλλά αδιάφορη και απαθής που παρακολουθεί μαζί τους εκστατικά το θέαμα της αργής διάλυσης του αφρόγαλου ή της καφέ ζάχαρης στον καπουτσίνο τους σαν επαναλαμβανόμενο θαύμα.

Στις μέρες μας πλέον ποικιλώνυμες αλυσίδες καφέ (Starbucks, Mikel, Coffeeisland ή άλλοι) δημιουργούν νεότερα καταστήματα που σερβίρουν καφέ, take away ως επί το πλείστον. Σε αυτά τα μαγαζιά, ο καφές παύει να αποτελεί μέρος μιας τελετής απόλαυσης και συνάντησης και γίνεται ένα είδος ταχείας κατανάλωσης ενώ τα καταστήματα αυτά μετατρέπονται σε σταθμούς ανεφοδιασμού καφεΐνης.
Πρόκειται πλέον για την εκδοχή φαστ, ανθρώπων που τρέχουν πίσω απ’ τη ζωή με ένα χάρτινο κύπελλο στο χέρι. Ανθρώπων που μετέχουν εκόντες άκοντες στη μετανεωτερική κοινωνία, που σιγά-σιγά αποκτά πλέον το όρντινο. Μιας κοινωνίας που “…τα καφενεία είναι πλέον όλα κλειστά, κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι…”.