«Εδώ Πολυτεχνείο»

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου-Κουμουλλή

Και νωρίς εβγήκανε κατά μπροστά στον ήλιο οι νέοι με
πάνω ως κάτω απλωμένη την αφοβίασα σημαία. (Οδ. Ελύτης)
Η φωνή του εκφωνητή εναλλάξ με της εκφωνήτριας απλώνεται σκεπάζοντας σαν λάβα που καίει το κέντρο της Αθήνας. «Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων!»
Καταμεσήμερο Παρασκευής 1973, ο κόσμος ακολουθείτο ρεύμα που μαγνητισμένο λες απ’ τη φωνή κατακλύζει την Πατησίων και τους άλλους γύρο απ’ το Πολυτεχνείο δρόμους. Επιστρέφοντας απ’ τη δουλειά του αντί για το σπίτι του, υπακούοντας στη φωνή της συνείδησης και στην άλλη που τον καλεί, παίρνει τον δρόμο του χρέους. Οι νέοι μας δείχνουν το δρόμο…

Κι όσο πλησιάζουμε, όλο και πιο καθαρό το κάλεσμα των ελεύθερων φοιτητών φτάνει στ’ αυτιά μας, σηκώνοντας ρίγη συγκίνησης μέσα μας. Οι αφισοκολλητές γεμίζουν τους τοίχους με τα μηνύματα της αντίστασης κατά των δικτατόρων, που τεπί μια επταετία βασανίζουν, ταπεινώνουν κι επί πλέον γελοιοποιούν με τα καμώματά τους την Ελλάδα στα μάτια των Ευρωπαίων. Κυρίαρχα τα συνθήματα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», «Κάτω η χούντα του Παπαδόπουλου». Οι οδηγοί τρόλεϊ σταματούν χαμογελώντας στα νεύματά τους και τους αφήνουν να «κοσμήσουν» το όχημα. Επιτελούν κι αυτοί το χρέος τους στον αγώνα, μεταφέροντας τα μηνύματα απ’ όπου περάσουν… Κι απ’ τα μεγάφωνα η βελούδινη φωνή του Μάνου Λοΐζουμε το Ακορντεόνκαι του Ξυλούρη με την Ξαστεριά, τραγούδια του αγώνα, γεμίζουν την ατμόσφαιρα συγκίνηση, λεβεντιά. …κι έχει σαν στάμπα την ψυχή μου σημαδέψει, δε θα περά, δε θα περάσει ο φασισμός τραγουδάμε όλοι μαζί. κι ύστερα με τον Ξυλούρη την Ξαστεριά. Και ο αείμνηστος Θεοδωράκης παρών, προτρέποντας Παιδιά, σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους… Αείμνηστε, το κλέος της Ελλάδας, αλύγιστε αγωνιστή!

Ανεβασμένος στο περβάζι ενός παράθυρου ο φοιτητής, το λεπτό παιδί με το ριγέ πουλόβερ, με τη σημαία στο ’να του χέρι και τ’ άλλο γροθιά, δίνει το σύνθημακι ο κόσμος, πήχτρα από κάτω, ακολουθεί παραληρώντας! Με τα χέρια ψηλάκι εμείς γινόμαστε μια γροθιά μπροστά σ’ αυτά που μας συνδέουν: η αγάπη για την ελευθερία και το αδιάλειπτο μίσος εναντίον της χούντας. Πίσω απ’ τη σιδερένια πόρτα κι ανάμεσα απ’ τα κάγκελα τα σώματα των φοιτητών, ακοίμητοι φρουροί του περιφραγμένου ασύλου, με κατακόκκινα τα πρόσωπα απ’ τη μέθη του αγώνα, επαναλαμβάνουν τα συνθήματά τους. Κι ο κόσμος τους χειροκροτεί. Δεν ξέρουν πώς να δείξουν τον ενθουσιασμό τους για τα περήφανα νιάτα. Κάποιοι τους προσφέρουν τρόφιμα. Απ’ τις δεκατέσσερις Νοέμβρη κλεισμένοι στο άντρο τους, ευχαρίστως τα δέχονται κι ευχαριστώντας τους, όχι τόσο για τα τρόφιμα, όσο για την συμπαράσταση στον αγώνα τους.

Βράδυ της ίδιας μέρας, στην επιστροφή για το σπίτι, το Πολυτεχνείο ούτε καν μπόρεσα να το πλησιάσω. Κι έτσι χαμένη μες στους καπνούς των δακρυγόνων ανηφόρισα την Αλεξάνδρας. Και συγκλονισμένοι ζήσαμε τη νύχτα θα ’λεγε κανείς «του Αγίου Βαρθολομαίου», με την κάθοδο των τανκς στο κέντρο της. «Είμαστ’ αδέρφια, είμαστ’ αδέρφια, μη μας σκοτώνετε», ικετεύουν οι φοιτητές τον οδηγό του τανκ, κρεμασμένο στα κάγκελα της εισόδου. Μα εκείνος, παίρνοντας φόρα και με στραμμένη εμπρός την κάνη, ορμά ακάθεκτος ρίχνοντας την πόρτα κάτω. Μαζί με το τανκ στον χώρο του Πολυτεχνείου εισβάλουν και οι αστυνομικοί. Κι ενώ οι φοιτητές διαγράφουν μια ειρηνική εναντίον του καθεστώτος πορεία, χωρίς να χρησιμοποιούν βία, οι συνταγματάρχες συλλαμβάνουν, φυλακίζουν, βασανίζουν, εκφοβίζουν και τελικά δολοφονούν. Τον επόμενο χρόνο πόρτα και κάγκελα έχουν σκεπαστεί με λουλούδια, γράμματα και σημειώματα, αδέξια κάποια γραμμένα από παιδιά. Κι από τότε κάθε δεκαεφτά του Νοέμβρη, παραμονές κι ανήμερα αυτό γίνεται. Αποτίουν φόρο τιμής στους πεσόντες στ’ όνομα της ελευθερίας φοιτητές. Το ’74 η ξενοκίνητη χούντα αδίστακτη βάζει βαθιά το μαχαίρι της προδοσίας στη διχοτόμηση της Κύπρου. Ο σκοπός της εγκαθίδρυσής της στην Ελλάδα επετεύχθη. Ωστόσο ο αγώνας με τις όποιες προδοσίες ποτέ δε σταματά. Το ευ αγωνίζεσθαι, βαθιά χαραγμένο στο DΝA μας, είναι η μοίρα της φυλής μας.