Επαγγέλματα που χάθηκαν-Αγωγιάτης ή Κιρατζής

Της Αναστασίας Γ. Καρρά

Αφορμή για το εν λόγω άρθρο ήταν η αναφορά στο επάγγελμα του παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου, Νικολάου Μπαλάσκα, προερχόμενου από τους Μελισσουργούς, στα συμβόλαια που αφορούσαν την αγορά της κατοικίας του στο χωριό, το 1935.Το επάγγελμα του Αγωγιάτη ή Κιρατζή, αυτό το έπος των χερσαίων μεταφορών, κράτησε μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, μέχρι δηλαδή να κινηθούν οι αυτοκίνητοι μηχανικοί τροχοί.
Η αραβοπερσική λέξη ΚΕΡΒΑΝ και μετέπειτα ΚΑΡΑΒΑΝ είχε καθιερωθεί διεθνώς σαν η ονομασία μιας ομάδας από δέκα και πλέον ζώα που είχαν σκοπό την μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων από τον ένα τόπο στον άλλο, κυρίως λόγω της ανάγκης για ασφάλεια κατά την διαδρομή. Ο επικεφαλής του καραβανιού ονομαζόταν ΚΙΡΑΤΖΗΣ ή ΚΙΡΑΤΖΗΜΠΑΣΗΣ, δηλαδή Αρχιαγωγιάτης ή Αρχικαρβανάρης. Η γνωστή σε όλα τα Βαλκάνια λέξη «κιρά» σημαίνει μίσθωμα οικίας αλλά και μίσθωμα για χρήση αντικειμένου και στην περίπτωση της μίσθωσης ζώου, το αγώι….

Σύμφωνα με τον εμπορικό Νόμο, άρθρο 103, η κατοχύρωση της μεταφοράς των εμπορευμάτων γινόταν με έγγραφο, το οποίο ονομαζόταν « αγωγιαστήριο έγγραφο ». Με το επίσημο αυτό έγγραφο ο αγωγιάτης δεσμευόταν να μεταφέρει τα εμπορεύματα στον προορισμό τους εντός της ημερομηνίας που συμφωνούσε με τον αποστολέα, χωρίς φθορά ή απώλεια, εκτός αν αποδείκνυε ότι αυτή έγινε λόγω ακαταμάχητης δύναμης.
Το επάγγελμα του αγωγιάτη, είναι πανάρχαιο, όπως μας λέει ο μύθος «περί όνου σκιάς». Τα Άβδηρα, μέσα από τους μύθους και την παράδοση και τους τό¬σους Αβδηρητισμούς, παρέδωσαν στην αιωνιότητα και τη δίκη περί όνου σκιάς, κάτι που σήμερα το μεταχειριζόμαστε συχνά για ασή¬μαντα πράγματα. Η ασήμαντη σκιά του όνου κάποτε έγινε τόσο ση¬μαντική, που έφερε διαπληκτισμούς μεταξύ αγωγιάτη και επιστάτη και δικαστικούς αγώνες που συγκλόνισαν τα Άβδηρα όπως το περιέγραψε ο Γερμανός συγγραφέας του 18ου αιώνα Christoph Martin Wieland στο πόνημά του «Η τωνΑβδηριτών ιστορία»: Ένας οδοντογιατρός ονόματι Στρουθίων, ήθελε να πάει από τα Άβδηρα σ’ ένα γειτονικό χωριό όπου γινόταν παζάρι. Ιούλιος μή-νας, που ο ήλιος έψηνε το καρβέλι, ζέστη αφόρητη, δεντράκι να ισκιώ¬σουν για λίγο δεν υπήρχε. Άξαφνα, του γιατρού του ήρθε μια σοφή ιδέα, να εκμεταλλευθεί τη σκιά του γαϊδάρου.

Σταματάει το γάιδαρο, κατεβαίνει και τρυπώνει κάτω από την κοιλιά του γαϊδάρου που έ¬κανε σκιά. Ο αγωγιάτης όμως ήθελε τη σκιά για τον εαυτό του και η φιλονικία δεν άργησε, ο καθένας διεκδικούσε τη σκιά, ο γιατρός σαν μισθωτής και ο αγωγιάτης σαν ιδιοκτήτης. Ο ένας έλεγε ότι είχε μισθώσει το γάιδαρο και του ανήκει η σκιά, ο άλλος ότι δεν του μί¬σθωσε τη σκιά, αλλά το γάιδαρο μόνο. Ευτυχώς επικράτησε νηφαλιότερη σκέψη, γύρισαν πίσω στα Άβδηρα και κατέφυγαν στην κρίση της δικαιοσύνης. Εις μάτην δικαστές και δικηγόροι προσπαθούσαν να εύρουν λύση.Οι Αβδηρίτες τότε, προ του αδιεξόδου, πρότει¬ναν να τεθεί το θέμα προς κρίση στη Βουλή και τη Γερουσία. Λύση όμως δε βρέθηκε και τότε οι Αβδηρίτες βρήκαν τη δική τους πρακτικότερη: Διαμέλισαν το ατυχές ζώο, γιατί το θεώρησαν σαν αιτία κακού, αποζημίωσαν τον ιδιοκτήτη και ξαναβρήκαν τη γαλήνη τους.

Ο παππούς μου Νικόλαος Μπαλάσκας, μπροστά στο μεσαίο περίπτερο της πλατείας Κιλκίς στην Άρτα. Το περίπτερο του δόθηκε με μεσολάβηση του γιατρού κ. Μπανιά καθώς είχε τραυματισθεί σοβαρά στο κεφάλι στον πόλεμο του 1922 και ήταν αδύνατο να ασκήσει κάποιο άλλο επάγγελμα. Πριν τον πόλεμο ήταν αγωγιάτης στο χωριό του, τους Μελισσουργούς. Έζησε κυριολεκτικά μέσα σ’αυτό το περίπτερο 40 χρόνια, από το 1930 μέχρι το 1971, που πέθανε (Φωτο από Οικ. Αρχείο Αναστασίας Καρρά)

Τα καραβάνια
Τα καραβάνια συνήθως αποτελούνταν από 10 μέχρι 40 ζώα, από τα οποία τα περισσότερα ήταν μουλάρια καθώς αυτά ήταν πιο ανθεκτικά από τα άλογα.Κάθε μεγάλο καραβάνι, κατά την πορεία και σύμφωνα με τους κανόνες του συναφιού, είχε το δικαίωμα να κρεμάσει στα ζώα κουδούνια, κατασκευασμένα από ορείχαλκο και αρμονισμένα στους ήχους. Τα κουδούνια τα κρεμούσαν στα διαλεχτά άλογα, τα «κουδουνάτα» ή τα « μπροστάρια», με δερμάτινο περιλαίμιο.

Συνήθως ο Κιρατζής συνόδευε το καραβάνι του καβάλα στο άλογο που ονομαζόταν «μπινέκικο» ( ή μπινέικο ή μπινέκι) και ποτέ δεν είχε βάρος περισσότερο από 7-8 οκάδες.Στο μπινέκικο άλογο ο Αρχικιρατζής φόρτωνε πολλές φορές και μικρά παιδιά ή πλούσιους ταξιδιώτες που πλήρωναν αυξημένο αγώι. Το βάρος του φορτίου ήταν ανάλογο με τα άλογα και τα μουλάρια αλλά ποτέ δεν ξεπερνούσε τις 80 οκάδες. Το κάθε κιρατζιλίκι ξεχώριζε από το οικόσημο του «φαλκαριού»( Φαλκάρι είναι το σύνολο συγγενικών πατριαρχικών οικογενειών, με όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου και του ζωικού κεφαλαίου)που το είχαν υφασμένο με διάφορα χρώματα και σχέδια επάνω στα μάλλιναυφαντά τους όπως τα τάστρα (Τάστρο εκ του τάγιστρο που σημαίνει σακκούλι για το τάισμα των ζώων).Για να μην πληγώνεται το υποζύγιο από το σαμάρι, καθώς πιεζόταν από το βάρος του φορτίου, του έστρωναν κατάσαρκα μάλλινο «σάισμα» (σκέπασμα ), ενώ πάνω στο σαμάρι, για προστασία από τη βροχή, έστρωναν σάισμα από γιδόμαλλο (τράγιο). Στα καπούλια του ζώου και συρραμμένη στο σαμάρι προσάρμοζαν την εμβληματική «câperδa», μια υφαντή μικρή κουβέρτα, που, ανάλογα με τον τόπο προέλευσης του ιδιοκτήτη, έφερνε και τον χρωματικό τύπο, κυρίως με τετραγωνάκια και λωρίδες. Αυτό γινόταν προκειμένου να ξεχωρίζουν τ’ αλογομούλαρα, π.χ. των Σαμαριναίων από εκείνα των Τζουμερκιωτών.Στο τελευταίο μουλάρι είχαν την καλιγοθήκη με τα σύνεργα για πετάλωμα, αν κάποιο ζώο έχανε το πέταλό του.

Ο αγωγιάτης Νικόλαος Γεωργάρας από Μελισσουργούς (Αρχείο Φώτη Κατσαράμπη)

Συνήθως οι κιρατζήδες κανόνιζαν τον αριθμό των μουλαριών του καραβανιού ανάλογα με τον όγκο της δουλειάς και τις αποστάσεις. Τα μουλάρια στα βλαχοχώρια της Πίνδου ήταν πολλά σε κάθε χωριό. Ο Κρυστάλλης γράφει πως, ανάλογα με τις δυνατότητες κάθε κιρατζή, τα υποζύγιάτου αριθμούσαν τα 10, 15, 20, 30, 50, 100 και καθ’ εξής. Οι εύποροι καρβανάροι μας πληροφορεί ότι είχαν υπηρέτες. Στις μακρινές αποστάσεις ενώνονταν με άλλα καραβάνια άλλων περιοχών για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Κατά την διάρκεια της νύχτας, τα υποζύγια σχημάτιζαν κύκλο με τα κεφάλια προς τα έξω για να προστατεύουν τα φορτία που βρίσκονταν στο κέντρο του κύκλου. Επιπλέον υπήρχαν και σκοποί, σαν πρόσθετο προστατευτικό μέτρο. Μετά από ολιγόωρη ανάπαυση και παρά την κούραση και χωρίς ξυπνητήρι, οι κιρατζήδες σηκώνονταν κοντά στις τρεις η ώρα το πρωί, φόρτωναν τα εμπορεύματα και ξανάπιαναν την πορεία πριν τους ζώσει η ζέστα της ημέρας. Ο έναστρος ουρανός τους καθοδηγούσε στο σωστό δρόμο με τους αστερισμούς, με βάση τους οποίους προσανατολίζονταν. Και σαν ο αυγερινός, προπομπός του ήλιου, έμενε μόνος στο ανατολικό σημείο του στερεώματος, λίγο πριν φέξει, έπιαναν τα μακρόσυρτα τραγούδια, ελληνικά και βλάχικα, που με τα ρεφραίν και τις επαναλήψεις, τους ξεκούραζαν, ενώ επέτρεπαν στον χρόνο της μακράς πορείας να περνάει πιο εύκολα και γρήγορα.Είχαν και τα δικά τους κιρατζίδικα τραγούδια, τα τραγούδια της στράτας ή της καβάλας.

«Εκεί που πάω κόρη μου, κοράσιο δεν πηγαίνει
εκεί είν’ Τουρκιά, είν’ Αραπιά, είναι και γενιτσάροι».

Τραγούδια μακρόσυρτα, μπαλάντες ατέλειωτες που τέλειωναν, όταν τελείωνε και το ταξίδι τους. Τους συνόδευαν στη μοναξιά και στους συχνά επικίνδυνους δρόμους. Διατρέχοντας ακατάπαυστα τον ελληνόφωνο χώρο, μετέφεραν τα διαφορετικά τραγούδια που μάθαιναν και τα διέδιδαν σε βλαχόφωνους και σ’ ελληνόφωνους. Ο Κώστας Κρυστάλλης σημειώνει σχετικά με τα τραγούδια των κιρατζήδων: «Και απαράλλακτα όπως κάθε Ηπειρώτης, έτσι και ο Βλάχος της Πίνδου διοχετεύει τη λύπη ή τη χαρά του σε τραγούδια, στα ωραία εκείνα και περιπαθέστατα τραγούδια της ξενιτειάς, που αν και βλάχικα, έχουν όμως τον ίδιο πόνο, την ίδια χάρη, την ίδια μελωδία, το ίδιο πνεύμα με τα ελληνικά». ( Οι Βλάχοι της Πίνδου, Σαμαρίνα).
Ποιά έχει άντρα στη Βλαχιά και γυιο στο Μπουκουρέστι,
πες τους να μην τούς καρτερούν, να μήν τους παντεχαίνουν.
Ανάθεμα το Δούναβη δε πνίγει τα καράβια
να μην περνούνε τα παιδιά π’ αφήνουν τις μανάδες,
να μη περνούν κι οι νιόγαμβροι στα ξένα και γηράζουν.

Θέλω να τά καταρασθώ τα τρία βιλαέτια
τής Πόλης και τής Βενετίας, τής Μπογδανιάς αντάμα.

Μάνα μου τί μέ πάντρεψες και μ’ έδωκες Βλαχιώτη;
Δώδεκα χρόνους στη Βλαχιά και τρεις βραδιές στο σπίτι.
Τρίτη βραδιά, πικρή βραδιά, δύο ώρες πριν να φέξει,
άπλωσα το χεράκι μου, τον άντρα μου δε βρίσκω.

Συνήθως οι αρχηγοί των καραβανιών ήταν τολμηροί και γενναίοι Έλληνες και Άρβανίτες που συχνά έπιαναν φιλίες με τις ληστρικές συμμορίες που παραμόνευαν στα περάσματα και συνδέονταν προσωπικά με τους ισχυρούς άρχοντες της περιοχής για να εξασφαλίσουν την ανενόχλητη διεξαγωγή του δρομολογίου. Χάριζαν εκλεκτά ζευγάρια τσαρούχια στα παιδιά των δερβεναγάδων που είχαν υπό τον έλεγχό τους τα «δερβένια», δηλαδή τις κλεισούρες.Έφερναν λίγες οκάδες καφέ τον χρόνο ή εκλεκτό καπνό στους μπέηδες της περιοχής και «πετσώματα» δηλαδή σόλες και «σφιγγώματα» δηλαδή σκοινιά για τα τσαρούχια των ληστών. Σε αρκετές περιπτώσεις οι καραβανάρηδες είχαν και οι ίδιοι ληστρικό παρελθόν και έχοντας πάρει αμνηστία, αποφάσιζαν να επιστρέψουν στον έντιμο βίο.

Πριν την απευθέρωση, τα καραβάνια έκαναν αγώγια και στα Βαλκάνια, μετά όμως περιορίστηκαν στην ελληνική επικράτεια γιατί με τη δημιουργία των νέων κρατών οι διατυπώσεις για τη διέλευση των καραβανιών ήταν χρονοβόρες. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στα πανηγύρια των βλαχοχωριών οι κιρατζήδες έκαναν διακοπή για να τακτοποιήσουν το κουμάντο για τα σπίτια, να ξεκουραστούν για λίγο και έφευγαν ξανά για τα ξένα. Εκείνη την εποχή τα άλογα και τα μουλάρια είχαν αξία. Το κιρατζιλίκι των 6-7 μουλαριών έφερνε μεγαλύτερο ετήσιο εισόδημα απ’ότι έφερνε ένα τσελιγκάτο με 700 πρόβατα. «Το καραβάνι είναι μαγαζί» έλεγαν οι Βλάχοι, καθώς έφερνε σίγουρο εισόδημα, πράγμα που δεν γινόταν απαρέγκλιτα με το κοπάδι, που συχνά το απειλούσαν ασθένειες και βαρυχειμωνιές. Αλλά και στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στο αλβανικό έπος οι κιρατζήδες με τα μουλάρια τους προσέφεραν πολύτιμη βοήθεια. Ταυτόχρονα, όμως υπέστησαν ζημιές, χάνοντας τα περισσότερα ζώα χωρίς να πάρουν καμιά αποζημίωση.

Συνεχίζεται

Η Αναστασία Καρρά ειναι Λέκτορας Αγγλικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων