ΣΤΗΝ ΚΑΤΩΠΑΝΑΓΙΑ

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου-Κουμουλλή

Νωρίς το σούρουπο, μόλις έφτανε η Μεγάλη Εβδομάδα, αφήναμε την πολυσύχναστη πόλη και παίρναμε τον δρόμο για το μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς. Απρίλη μήνα μας υποδεχόταν με το χαμόγελο της Άνοιξης, μες στα χίλια χρώματα κι αρώματα. Στ’ αριστερά μας τα σπιτάκια στη ρίζα της Περάνθης με τις ασβεστωμένες αυλές, τις στολισμένες με τ’ άνθη της πασχαλιάς ετοιμάζονταν κι αυτά να υποδεχτούν το μέγα γεγονός της Ορθοδοξίας. Πού και πού κάποιες απ’ τις νοικοκυρές με τα λουλούδια στο χέρι έπαιρναν κι αυτές τον δικό μας δρόμο.

Ο πορτοκαλεώνας του Γλυκόριζου στα δεξιά μας έκρυβε απ’ τα μάτια μας το ποτάμι, που κυλούσε όπως πάντα βιαστικό γεμίζοντας με τη δροσιά του τον αέρα που αναπνέαμε. Με το μουρμουρητό του ωστόσο στ’ αυτιά μας στο αέναο ταξίδι του προς τον Αμβρακικό προχωρούσαμε. Κι όπως αγνάντευα το θρυλικό γεφύρι, παρασυρμένη απ’ τη ρέμβη του δειλινού, μου φαινόταν πως στην κορυφή της πιο ψηλής καμάρας του –τέτοιες ώρες ξυπνούν τα στοιχειά και η φαντασία οργιάζει – ξεπρόβαλλε Εκείνη! Η χιλιοτραγουδισμένη και πολυαγαπημένη γυναίκα του Πρωτομάστορα. Μου φαινόταν πως έπαιρνε το σχήμα του δαχτυλιδιού κι αυτό δάκρυ που στάλαζε στα νερά του ποταμού. Κι ο νους μου τότε πήγαινε στα δάκρυα της Ιφιγένειας. Ο πατέρας της, ο Αγαμέμνονας, με ξεγέλασμα τον γάμο της με τον Αχιλλέα θυσίασε την κόρη του στο βωμό του γενικού συμφέροντος.

Κι ο Πρωτομάστορας για τον ίδιο σκοπό κι εκείνος τη γυναίκα του το δαχτυλίδι, ….. και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι να ’βρει… Ο Αγαμέμνονας υπακούοντας στον χρησμό του Κάλχα κι ο Πρωτομάστορας στην επιταγή της χρησμοδότρας φύσης με τη φωνή ενός πουλιού: και μη στοιχειώσετ’ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του Πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα…. αθέλητα η μνήμη έφερνε στα χείλη μου ψιθυριστά τη μπαλάντα του Θρυλικού γεφυριού. Το όραμα έδυε με το τελευταίο παιχνίδισμα του ήλιου, αφιερωμένο σε Κείνη και στην Παναγιά πάνω στο βράχο.
Κι όπως ανεπαίσθητα έπεφτε το σκοτάδι, ο ορίζοντας χανόταν πίσω μου, μαζί και η πεδιάδα, όχι όμως και το άρωμα της λεμονιάς και της πορτοκαλιάς που ευώδιαζε την ύπαρξή μου. Ανέβαινα τα πέτρινα σκαλοπάτια κι όπως περνούσα την πύλη του μοναστηριού, είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν σ’ ένα κομμάτι του Παράδεισου, αφού στην ατμόσφαιρα διαχεόταν η γλυκιά ψαλμωδία των καλογραιών.

Υπό τους ήχους της μπαίναμε στην εκκλησία, όπου μέσα στο απέριττο, κατανυκτικό μεγαλείο της αναβαπτιζόμασταν. Η ζέση της φλόγας του καντηλιού και του γνήσιου κεριού βοηθούσε στην ψυχική μας ανάταση. Οι ιστορημένες στους τοίχους μορφές των αγίων, αν και ξεθωριασμένες απ’ τη φθορά του χρόνου , στο μισοσκόταδο έπαιρναν σάρκα και οστά, αντίθετα με τη φιγούρα του λιπόσαρκου ιερέα μπροστά στο Ιερό Βήμα, που εξαϋλωνόταν στα μάτια μας.
Το μόνο στο χώρο του μοναστηριού, που τολμούσε να ταράξει την ηρεμία της νυχτερινής μυσταγωγίας ήταν το παγώνι. Ο οίστρος του ’κλεβε τον ύπνο και τη γαλήνη. Το ακούγαμε, καθώς γλιστρούσαμε στο καλντερίμι της εξόδου.

Και μετά παρέες-παρέες στον μισοφώτιστο δρόμο γυρνούσαμε. Τώρα πια δε φαινόταν μακριά το γιοφύρι. Του ποταμού μονάχα το μουρμουρητό και του φεγγαριού τ’ ασήμια πάνω στις καμάρες του κάναν αισθητή την παρουσία του. Το ίδιο ο αμνός και τ’ αηδόνι τη δική τους μ’ έναν τρόπο όμως αντιθετικό: με το ανησυχαστικό βέλασμα του θανάτου και τον ύμνο στη ζωή μέσα στην αναγεννημένη φύση.
Ο αμνός και τ’ αηδόνι! Η ηρακλείτειος αρχή της «ενότητας των αντιθέσεων»: «…λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει και ποταμού ροήι απεικάζων τα όντα λέγει ως δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης», (Πλάτωνος «Κρατύλος»). Τα πάντα όπως το ποτάμι κυλούν και τίποτε στατικό δε μένει. Μέσα απ’ την ακμή και τη φθορά, τη γέννηση και το θάνατο, το θάνατο και τη γέννηση, ο κόσμος εξελίσσεται. Προχωρά, αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια πίσω του. Πάνω σ’ αυτά βασισμένη η μνήμη γράφει την ιστορία του.

Η Άρτα, η πρωτεύουσα του δεσποτάτου της Ηπείρου, είναι ένα κεφάλαιο της έμπλεο βυζαντινού μεγαλείου, θρύλων και παραδόσεων. Στην απέραντη πεδιάδα της αρτυμής (του πλούτου), που αρδεύει ο Άραχθος και στεφανώνει το ξακουστό γεφύρι, κουρνιάζουν προστατευμένα ανάμεσα σε δέντρα τα βυζαντινά μνημεία της πόλης. Τ’ ανακαλύπτεις τυχαία ακολουθώντας τα ερημικά μονοπάτια στις εξοχές της. Αδύνατον να τα προσπεράσεις. Μέσα στην πόλη η Παρηγορήτισσα, κορόνα στο μέτωπό της, περιβάλλεται από επίσης σπουδαίες εκκλησιές, όπως της Αγίας Θεοδώρας, του Αγίου Βασιλείου και λίγο πιο έξω της Παναγιάς των Βλαχερνών, όπου και οι τάφοι δεσποτών (δουκών). Καθένα απ’ τα μνημεία έχει την ιστορία του μικρή ή μεγάλη. Η Κάτω Παναγιά, σύμβολο συγγνώμης, λέγεται, του Μιχαήλ Β΄ για τη λατρεμένη απ’ το λαό της βασίλισσα Θεοδώρα, θα παραμένει στη μνήμη μας όσο θα διαρκεί της ζωής το ταξίδι.