Συνέντευξη του Κώστα Παπασπήλιου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Κώστας Παπασπήλιος γεννήθηκε στην Αθήνα. Από το 1982 για 37 συνεχή χρόνια υπηρέτησε ως αιρετός την Τοπική αυτοδιοίκηση. Μετά το 1993, για οκτώ χρόνια, παρουσίασε στην ιδιωτική τηλεόραση πάνω από 300 εκπομπές με έμφαση στο φυσικό και αστικό περιβάλλον. Από το 2000 για οκτώ χρόνια ως μουσικός παραγωγός, επιμελήθηκε αξιόλογα έργα ελλήνων συνθετών με σημαντικούς ερμηνευτές. Τα τελευταία 10 χρόνια επιμελείται και παρουσιάζει σε θέατρα και δημοτικά πολιτιστικά κέντρα, αφιερώματα από όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής.

Ερ.: Τι σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο «Γιάννης Παπαϊωάννου , ο άχραντος μάγκας», εκδόσεις 24 Γράμματα;

Απ.: Ο Γιάννης Παπαϊωάννου με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη, αποτελούν τους τρεις πυλώνες του Ρεμπέτικου τραγουδιού. Κι ενώ για τον Μάρκο και τον Τσιτσάνη είχαν γραφτεί αρκετά πονήματα, για τον Παπαϊωάννου υπήρχε μόνο κάποια αυτοβιογραφία με λίγα στοιχεία. Πέρα απ’ αυτό, με εξιτάριζε η δύναμη κι η ομορφιά των τραγουδιών του και τα μοναδικά ταξίμια του. Επιπρόσθετα με κέντριζε η περιπετειώδης ζωή του, που χαρακτηριζόταν πάντα με λεβεντιά και ήθος.

Ερ.: Ποια είναι τα πρώτα ακούσματα του χαρισματικού συνθέτη;

Απ.: Εκείνη την εποχή της δεκαετίας του 1930, κυριαρχούσε το τραγούδι της ταβέρνας, το Σμυρναίικο τραγούδι κι ακουγότανε η επτανησιακή καντάδα και το δημοτικό τραγούδι. Πιο πολύ άγγιξε τον Παπαϊωάννου το νέο άκουσμα του Μάρκου Βαμβακάρη, με τη δωρική μελωδία και τον λιτό στίχο που συνοδευόταν από μπουζούκια και μπαγλαμάδες.

Ερ.: Ποια είναι η ονομαζόμενη «αγία τετράς»;
Απ.: Η ‘ξακουστή τετράς’, αποτελείτο από πρωτοπόρους μουσικούς του νέου αστικού τραγουδιού, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Ανέστη Δελιά, τον Γιώργο Μπάτη και τον σπουδαίο τραγουδιστή Στράτο Παγιουμτζή. Ήταν οι πρώτοι που μπήκαν το 1932 στο στούντιο με μπουζούκια. Το 1934 εγκαινίασαν στον Πειραιά και το πρώτο πάλκο με μπουζούκια, για να γνωρίσουν πρωτοφανή επιτυχία.

Ερ.: Ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Μάρκο Βαμβακάρη κ. Τι τους ένωνε και είχαν βαθιά φιλία;

Απ.: Κυκλοφορώντας ο Παπαϊωάννου στα ρεμπέτικα στέκια του Πειραιά, γνώρισε το 1935 τον Βαμβακάρη κι αμέσως συνδέθηκε μαζί του με ζεστή φιλία. Ο Μάρκος τον πήρε μαζί του στη Θεσσαλονίκη για εμφανίσεις, καθώς η συμπρωτεύουσα ήταν πολύ πιο ανεκτική στο διωκόμενο μπουζούκι και τα τραγούδια του. Η επόμενη συνεργασία τους, ήταν στο ΔΑΣΟΣ του Βοτανικού, με συνεργάτες κι άλλους κορυφαίους μουσικούς του Ρεμπέτικου τραγουδιού.

Ερ.: Είναι αλήθεια πώς χάρη σε αυτόν αναδείχθηκε η τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης;

Απ.: Ο Στέλιος Καζαντζίδης λόγω της σκληρής φυσιογνωμίας του και της μίμησής του στον Πρόδρομο Τσαουσάκη, δεν ήταν αποδεκτός από τους δισκογραφικούς κύκλους. Ο Παπαϊωάννου, μεγάλο όνομα αρχές της δεκαετίας του 1950, αντιλήφθηκε αμέσως το ξεχωριστό του χάρισμα και τον επέβαλε εκβιαστικά στην Κολούμπια. Ακόμα κι όταν απέτυχε παταγωδώς η πρώτη εγγραφή του Στέλιου με κάποιο τραγούδι του Καλδάρα, μ ‘ένα δικό του τραγούδι τις ‘βαλίτσες’ του χάρισε την πρώτη επιτυχία.

Ερ.: Πώς έγραψε το τραγούδι για τον ψαρά Ζέπο;

Απ.: Ο καπετάν Ανδρέας Ζέπος ήταν ένας σπουδαίος ψαράς που είχε δικό του καΐκι και τσούρμο με ψαράδες. Όταν του ζήτησε ο έφηβος Παπαϊωάννου δουλειά, του την πρόσφερε με πραγματική αγάπη. Κοντά στο Ζέπο έγινε δεινός ψαράς και μέχρι το τέλος της ζωής του ο Παπαϊωάννου το καυχιόταν. Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής, όταν ο Παπαϊωάννου άνοιξε δικό του μαγαζί στο Μοσχάτο, ο Ζέπος ήταν στους τακτικούς πελάτες. Μοιράζοντας δωρεάν τις ψαριές του στον πεινασμένο κόσμο του Μοσχάτου, ερχόταν να στηρίξει και το μαγαζί του φίλου του. Κι ένα βράδυ μόλις τον είδε ο Παπαϊωάννου από το πάλκο να έρχεται, του φώναξε αυθόρμητα ‘καπετάν Ανδρέα Ζέπο χαίρομαι που σε βλέπω’. Πηγαίνοντας στα παρασκήνια ταίριαξε τη μελωδία και τους στίχους. Βγαίνοντας μετά από μισή ώρα στο πάλκο, τραγούδησε το νιόφτιαχτο τραγούδι μπροστά στον έκπληκτο Ζέπο.

Ερ.: Είχε μια γλυκύτητα και αυτό φαίνεται στο τραγούδι του η φαληριώτισσα.Πολλά λένε για αυτό το τραγούδι . Εσάς ποια είναι η προσωπικής σας γνώμη;
Απ.: Ήταν το πρώτο τραγούδι του Παπαϊωάννου κι όταν το συνέθεσε, τα βράδια το τραγουδούσε στις γειτονιές του Πειραιά με συνοδεία το ακορντεόν του. Αυτό το ακορντεόν το είχε αγοράσει ο Παπαϊωάννου για να παραμυθιάσει την αυστηρή μητέρα του που απεχθανόταν το μπουζούκι. Με επιρροές από την καντάδα η ‘Φαληριώτισσα’ έγινε κοσμαγάπητη στον Πειραιά. Όταν κυκλοφόρησε και σε δίσκο, κατέκτησε όλη την Ελλάδα.

Ερ.: Οι πενιές του Γιάννη Παπαϊωάννου μάγεψαν και διασκέδασαν το κοινό. Γιατί αγαπήθηκε από τους συνεργάτες του στο πάλκο;
Απ.: Ο Παπαϊωάννου στο πάλκο δεν ήταν μόνο ένας καλός μουσικός κι ένας καλλίφωνος τραγουδιστής. Ήταν κι ένας σόουμαν που με τις μούτες, τις μεταμφιέσεις και τις ατάκες του ξεσήκωνε τον κόσμο. Στους συνάδελφους καλλιτέχνες ήταν πολύ δοτικός, όλο καλοσύνη. Τι να πούμε και για τους πελάτες, τους περιποιόταν και τους αγαπούσε. Όταν άνοιξε και το δικό του μαγαζί ‘τη Φαληριώτισσα’ μέχρι που τους χάριζε το λογαριασμό. Κανένα βράδυ δεν έφυγε με μεροκάματο

Ερ.: Αν και πέρασε δύσκολα χρόνια είχε ένα ακέραιο χαρακτήρα. Πώς ατσαλώθηκε και έγινε ένας καλός συνθέτης και οικογενειάρχης;

Απ.: Χάνοντας νωρίς τον πατέρα του στην Κίο, δέθηκε πολύ με την μητέρα του που ήταν μια πολύ εργατική και άξια γυναίκα. Αυστηρή και συνάμα πολύ στοργική, του ενέπνευσε αρχές και αξίες που λείπουν από τη σημερινή κοινωνία μας. Κοντά σ’ αυτά ήταν και η ψυχοσύνθεση του Παπαϊωάννου. Αν και η ζωή του ήταν πολύ σκληρή από παιδί, αντιπαρήλθε τις κακουχίες και τον υπόκοσμο, πάντα ντόμπρος, θαρραλέος και με καλοσύνη.

Ερ.: Αλήθεια σήμερα τον θυμούνται οι νέοι μας;
Απ.: Τραγουδούν και χορεύουν τα τραγούδια του που είναι χούφτες χρυσάφι. Κι είναι από τους λίγους παλιούς μεγάλους δημιουργούς που τον γουστάρουν, για τη μαγκιά του και για το κέφι του.