Των νεκρών

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

http://users.sch.gr/panlampri/

Οι νεκροί είναι ιεροί! Όλοι, χωρίς εξαιρέσεις! Τους οφείλεται και κατά κανόνα τους αποδίδεται τιμή, η οποία, πέραν της τήρησης σχετικών εθιμικών νομίμων, αποτυπώνεται και σε διαφόρων ειδών σήματα μνήμης, όπως τάφοι, κενοτάφια, επιτύμβιες στήλες, επιγραφές, αγάλματα, προτομές,… Και τούτο, από αρχαιοτάτων χρόνων!
Σημαντικά στην ουσία τους όλα αυτά, μιλούν για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν και αποτυπώνουν στη διαχρονία τους το γεγονός του θανάτου, ενώ συνιστούν σημαντικό δεσμό μ’ όσους έφυγαν για το επέκεινα και συμβάλλουν στην τόνωση της παραμυθίας και της μνήμης των ζώντων. Διότι οι νεκροί μπορεί να κίνησαν για το χωρίς επιστροφή ταξίδι, αλλά όσοι τους αγαπούσαν τους θυμούνται, εξακολουθούν να τους αγαπούν και τους δίνουν μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο παράτασης ζωής.

Πόσο μάλλον, που για ορισμένους τεθνεώτες κλάψαμε πολλοί και τους θυμόμαστε σαν δικοί μας να ήταν! Κλαίμε και τιμούμε όσους σε αγώνες ελευθερίας τη ζωή τους απώλεσαν, συγκινούμαστε βαθιά για κείνους που σε καιρό ειρήνης φεύγουν την ώρα του καθήκοντος, κλαίμε για παιδιά και νέους που αδόκητα και πρόωρα χάνονται, συχνά με τραγικό τρόπο, κλαίμε…, γιατί είμαστε άνθρωποι κι έχουμε συναισθήματα μέσω των οποίων ταυτιζόμαστε με τον πόνο των άλλων.
Οι λόγοι, για τους οποίους ανοιξιάτικα, εποχή αναγέννησης, μιλάω για νεκρούς, είναι που δραματικά κόπιασε αυτή η Άνοιξη κι έμελε να στιγματίσει τις ψυχές μας οδυνηρά. Πολύ περισσότερο, που πάντα μεγάλη οδύνη πολιορκεί, με αφορμή τέτοια γεγονότα, τα ανθρώπινα, ενώ προκαλεί θυμό και δημιουργεί την ανάγκη ιδιωτικής και δημόσιας έκφρασης πένθους, καθώς και μιας μορφής κάθαρση, όπως αυτή διδάχθηκε στην αρχαία ελληνική τραγωδία.
Έτσι, αυτή τη φορά, πολλοί ένιωσαν την ανάγκη να βγουν στους δρόμους, για ν’ αποτίσουν φόρο τιμής στους τραγικούς νεκρούς, να ζητήσουν την όποια δικαίωση του θανάτου τους και ν’ απαιτήσουν πιότερο σεβασμό σε ό,τι θεωρείται ατομικό και κοινωνικό αγαθό και ορθά έπραξαν. Ειδικά, οι νέοι, οι οποίοι βίωσαν πιο έντονα το γεγονός, αφού αρκετοί από τους τεθνεώτες ήταν συνομήλικοί τους.

Με δύο υποσημειώσεις. Πρώτη, εκείνη που αφορά σ’ άλλους αδικοχαμένους θανόντες, λίγους ή πολλούς κατά περίπτωση, για τους οποίους κανείς δεν βγήκε στους δρόμους να διαμαρτυρηθεί, και δεύτερη, που οι περισσότερες ανά τη χώρα πορείες έγιναν, πριν ακόμα ταφούν οι πρόσφατοι νεκροί. Και το τελευταίο έχει τη σημασία του, αν σκεφτούμε πως στο εθιμικό μας δίκαιο, από τ’ αρχαία χρόνια, το γεγονός του θανάτου και οι συνακόλουθες τελετές περιβάλλονται με σεβαστικό πένθος και εκδηλώνονται με ψυχική συντριβή και σιωπή. Φυσικά, υπάρχουν και οι αντίθετες απόψεις και επιλογές, καθ’ όλα σεβαστές, αλλά για όλα υπάρχει ο σωστός χρόνος, έλεγε ο ποιητής Θέογνις! Στην εποχή μας, βέβαια, η οποία διακρίνεται από βιασύνη και ιδιότυπο ναρκισσισμό, πολλά πράγματα έχουν επαναπροσδιοριστεί κι απ’ ό,τι φαίνεται, σε αρκετές των περιπτώσεων, και κάποια που αφορούν στο γεγονός του θανάτου και τη συνακόλουθη βίωσή του σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Σ’ αυτή τη λογική, η δεύτερη υποσημείωση μπορεί να φανεί αναχρονιστική σε ορισμένους.

Όπως και να ’χει, οι αναφερθείσες πορείες, θορυβώδεις, διανθισμένες από διάφορα θεατρικής φύσεως δρώμενα, χαμόγελα, χαρούμενες αυτοφωτογραφίες (selfie), κ.λπ., έμειναν στη μνήμη μας και για τα συνήθη πλέον βίαια επεισόδια, τα οποία, όπως πάντα, συσκοτίζουν και αμαυρώνουν το νόημα των τεκταινομένων, με αποκορύφωμα, στην Αθήνα αυτό, την κατάφορη προσβολή του σήματος μνήμης, το οποίο είχε στηθεί για τους νεκρούς από τον εμπρησμό της τράπεζας Marfin, στις 5 Μαρτίου 2010. Το γεγονός αυτό, εξ αιτίας του οποίου οδηγήθηκαν στον θάνατο τρεις νέοι εργαζόμενοι, μεταξύ τους μια έγκυος γυναίκα, υποθέτω πως όλοι το θυμόμαστε. Κι ελπίζω να μην λησμονήσαμε πως «Ακόμα και όταν το ισόγειο καιγόταν και κάποιοι υπάλληλοι για να σωθούν είχαν βγει στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, ακούγονταν συνθήματα όπως «να καείτε ρε π…» και «κάψτε τους πλούσιους», ενώ αυτόπτης μάρτυρας κατέθεσε πως το συγκεντρωμένο πλήθος τους πετούσε πέτρες.» (Βικιπαίδεια, σχετικό λήμμα)

Ως εκ τούτου, αν και κάποιοι με καλυμμένα πρόσωπα -το «γιατί;» δεν είναι του παρόντος- προέβησαν σ’ αυτόν τον βανδαλισμό, δεν ήταν ο μοναδικός στο εν λόγω μνημείο ως εκείνη τη στιγμή. Αυτές οι βεβηλώσεις, με την τελευταία να του έχει προκαλέσει σχεδόν ολική καταστροφή, δυστυχώς αφορούν και σ’ άλλα της χώρας μας, διαφόρων κατηγοριών, καθώς δέχονται τη μήνη ορισμένων, οι οποίοι δεν σέβονται ούτε νεκρούς ούτε ζώντες. Τους νεκρούς, γιατί απαξιώνουν τη μνήμη τους και επιθυμούν μ’ έναν τρόπο να σβήσουν από το συλλογικό υποσυνείδητο την αιτία του θανάτου τους και τους ζώντες, τουλάχιστον τους περισσότερους, γιατί προσβάλλουν τις αξίες και την αισθητική τους. Περιττό να πούμε τι σημαίνει η βεβήλωση για τους ζώντες συγγενείς νεκρών, οι οποίοι σιωπηλά και με αξιοπρέπεια πενθούν για τους ανθρώπους τους.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, τι μπορούμε να πούμε για τους τεθνεώτες, οι οποίοι αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους; Τους οφείλουμε, τουλάχιστον, μια ταπεινά ειπωμένη συγγνώμη, πέραν άλλων, και για κείνους, οι οποίοι, κινούμενοι από αντικοινωνικές και μηδενιστικές ιδεολογίες, και όχι μόνο, βεβηλώνουν τα σήματα μνήμης τους, καθώς και τη μνήμη τους αυτή καθαυτή και να φροντίζουμε για την αποκατάστασή τους.
Κι όλα ετούτα, διότι όλοι οι νεκροί είναι ιεροί, χωρίς εξαιρέσεις, ακόμα κι αν η εποχή μας γρήγορα τους προσπερνά, αφού «Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ’να χρόνο / τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.» -του 21ου λιγότερο-, όπως έγραψε κι ο Τούρκος ποιητής, Ναζίμ Χικμέτ.