«Πέσ’ τα Χρυσόστομε!»

Ἄρθρο τοῦ Παναγιώτου Δ. Σάτου

«(…) Εἴ τις ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα. Εἴ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω. Εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω˙ καὶ γὰρ οὐδὲν ζημειοῦται. Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδὲν ἐνδοιάζων. Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδύτητα˙ φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον˙ (…)» [Κατηχητικὸς Λόγος Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία].

Στὸ ὥς ἄνω ἀπόσπασμα τοῦ κατηχητικοῦ λόγου του, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «ὁμιλεῖ» γιὰ τὴ μετάνοια, ἡ ὁποία «ἑλκύει» τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἴτε ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέξει τὴ μετάνοια ἀπὸ τὴν ἀρχή τῆς ζωῆς του (πρώτη ὥρα), εἴτε λίγο πρὶν τὸ τέλος τῆς παρούσης ζωῆς (ἑνδεκάτη), ὁ Θεὸς θὰ τοῦ ἀνοίξει τὴν ἀγκαλιά Του. Διότι ὁ Θεὸς «καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ».
Οἱ τρεῖς μεγαλύτερες αἱρέσεις τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ὁ ἀρειανισμός, ὁ νεστοριανισμός καὶ ὁ μονοφυσιτισμός (ἢ εὐτυχιανισμός). Ὅλες προήλθαν ἀπὸ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πρώτη ἀπὸ ἕναν Πρωτοπρεσβύτερο, ἡ δευτέρα ἀπὸ ἕναν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ ἕναν Ἀρχιμανδρίτη. Ὅπως συμβαίνει καὶ στὶς ὑπόλοιπες αἱρέσεις, στήριξαν τὴν «ἀλήθεια» τους σὲ ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα.

Ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ἔχουμε τὴ συνήθεια νὰ ἀπομονώνουμε ἐδάφια θεόπνευστων κειμένων, γιὰ νὰ ὑποστηρίζουμε καὶ νὰ δικαιολογοῦμε πράξεις μας. Μήπως ὅμως ἡ προσέγγισις αὐτὴ ἀποτελεῖ «αἱρετικὴ» τακτική; Ἂν, γιὰ παράδειγμα, ἀναγάγουμε τὶς ὑποχρεώσεις τῆς ἐργασίας μας στὸ «καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ», τότε μπορῶ νὰ συμπεράνω ὅτι εἶμαι ἐν τάξει καὶ μόνο μὲ τὴν πρόθεσι, χωρὶς τὴν πρᾶξι. Εἶχα τὴν καλὴ πρόθεσι νὰ σὲ ἐξυπηρετήσω, νὰ σὲ πληρώσω, νὰ σὲ χειρουργήσω κ.λπ., ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανα. Ὀφείλεις νὰ ἐπαινέσῃς τὴν προθεσί μου. Ἦρθα ἀργοπορημένος (τὴν ἑνδεκάτην ὥραν), ἀλλὰ πρέπει νὰ μὲ δεχθεῖς ὅπως καὶ τὸν πρῶτο.

Τὰ ἀνωτέρω φαίνονται ὡς προβληματικὲς καταστάσεις. Καὶ πιθανότατα νὰ εἶναι. Τότε, γιατί «Πέσ’ τα Χρυσόστομε»; Διότι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὰ «λέγει» πολὺ σοφά. Δὲν πρέπει, ὅμως, νὰ λησμονοῦμε ὅτι ξεκινᾶ καὶ μὲ τὴ φράσι: «Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος». Πόσοι ἆρά γε μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι εἴμαστε φιλόθεοι καὶ ὄχι φίλαυτοι; Μήπως ἀκόμη θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦ ὅτι γιὰ κάποιον τὸ φάρμακο εἶναι φάρμακο καὶ γιὰ ἄλλον φαρμάκι; Ὅτι τὸ κρασὶ τὸν γέροντα τὸν κάνει παλικάρι, ἐνῶ τὸν νέο τὸν μεθᾶ; Τὰ ῥήματα τοῦ καθενὸς δὲν εἶναι ἐπί παντὸς ἐπιστητοῦ. Ἴσως γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι κάρβουνο ἀναμμένο. Ἕνα κάρβουνο ὅμως ποὺ σὲ κάποιους καίει τὰ πάθη καὶ τοὺς ἁγιάζει, ὅπως ἔκανε στὰ χείλη τοῦ Ἡσαΐα ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφίμ, καὶ σὲ ἄλλους καίει τὴν ψυχὴ καὶ τοὺς κολάζει. Κριτήριο ἀποτελεῖ τὸ κέλευσμα τοῦ ἱερέως: «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε».

Ὁπότε δὲν λειτουργεῖ κάτι ἀπὸ μόνο του καὶ δὲν ἐπιφέρει τὰ ἐπιθυμητὰ ἀποτελέσμα μὲ κάποιον μαγικὸ τρόπο. Οὔτε τὰ λόγια τοῦ Χρυσοστόμου δὲν βρίσκουν ἐφαρμογὴ σὲ φαῦλα ἔργα, οὔτε οἱαδήποτε ἄλλα λόγια θὰ μεταφέρουν στὶς ἐπιλογές μας τὴ σοφία τους. Οὔτε ἀκόμη καὶ τὸ Ποτήριον τῆς Ζωῆς δὲν θὰ χαρίσει τὴ ζωὴ στὸ νεκρὸ, ἀπὸ πίστι, σάλιο. Μᾶλλον ὠφελούμαστε ὅταν ἀκολουθοῦμε τὴ σοφία καὶ ὄχι ὅταν τὴ διαστρεβλώνουμε γιὰ ἰδιοτελεῖς σκοπούς. Ὀψόμεθα…
(Ἐπόμενο ἄρθρο τὸ Σάββατο 4 Ἰουλίου 2020)

* Ὁ Παναγιώτης Σάτος εἶναι ὑποψήφιος Διδάκτωρ Τεχνητῆς Νοημοσύνης στὸ Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων. Ἀρθρογραφεῖ τὸ πρῶτο Σάββατο ἑκάστου μηνός.