«Ποιός εἶναι ὁ ἄλλος;»

Ἄρθρο τοῦ Παναγιώτου Δ. Σάτου

«Ὁ ἄλλος τὸ ἔκανε, ὁ ἄλλος τὸ εἶπε, ὁ ἄλλος δὲ ῥώτησε, ὁ ἄλλος μὲ ἐνόχλησε πρῶτος, ὁ ἄλλος δὲ σέβεται, δὲ φταίω ἐγώ ἀλλὰ ὁ ἄλλος». Τελικῶς, ποιός εἶναι ὁ ἄλλος;
Πόσοι ἔχουμε πεῖ ἢ ἔχουμε ἀκούσει ἄλλους νὰ λένε εἰλικρινῶς: «Εἶμαι ἀσεβὴς καὶ διπρόσωπος ἄνθρωπος, μοῦ ἀρέσει τὸ ψέμα, ὅ,τι ἔχω νὰ πῶ τὸ λέω πίσω ἀπ’ τὴν πλάτη τῶν ἄλλων». Τοὐναντίον, συνεχῶς λέμε καὶ ἀκοῦμε: «ΕΓΩ δὲν εἶμαι διπρόσωπος, ΕΓΩ εἶμαι ἀληθής, ΕΓΩ ὅ,τι ἔχω νὰ πῶ τὸ λέω μπροστὰ στὸν ἄλλον, ΕΓΩ δὲν ἔχω πειράξει κάποιον, ΕΓΩ δὲν ἐνοχλῶ τοὺς ἄλλους, ΕΓΩ ξέρω νὰ σέβομαι». Τότε, ποῦ βρίσκονται οἱ «κακοί», ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε «καλοί»;

Ἀς γυρίσουμε λίγο πίσω. Ἀς παρατηρήσουμε τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, μέσα κι ἀπὸ φωτογραφίες ἢ/καὶ βίντεο. Πιθανότατα θὰ συμφωνήσουμε ὅλοι ὅτι διακρίνουμε ἁγνὲς ψυχές. Ἡ ἴδια ἁγνὴ ψυχὴ θὰ μεγαλώσει καὶ θὰ γίνει πονηρή. Πότε ὅμως διαβαίνουμε αὐτὸ τὸ μεταίχμιο; Σίγουρα σὲ διαφορετικὴ στιγμὴ ὁ καθείς. Τὸ «πῶς» καὶ τὸ «γιατί» μᾶλλον ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Τὸ πῶς οἱ μεγαλύτεροι μαθαίνουν-διδάσκουν τοὺς μικρότερους καὶ τὸ πῶς οἱ μικρότεροι διυλίζουν τὶς συμβουλὲς τῶν μεγαλυτέρων.
Ὡστόσο, «οὐδεὶς ἑκὼν κακός». Ποιοῦμε τὸ κακό ὄχι συνειδητά, τουλάχιστον ἀρχικῶς, ἀλλὰ διότι τὸ γνωρίζουμε ὡς καλό. Ἐὰν διακρίνουμε τὸ πραγματικὰ καλὸ ἐκ τῶν ὑστέρων, εἶναι δύσκολο νὰ σταματήσουμε νὰ κάνουμε τὸ ἀντίθετό του, διότι μιὰ (βλαβερὴ) συνήθεια δὲν ἀποβάλλεται εὔκολα. Ἐπομένως, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε ῥοπὴ πρὸς τὸ καλό, ἀπαιτεῖται ἀλλαγὴ τοῦ νοός, ἡ ὁποία ὅμως προϋποθέτει δύο συνισταμένες: (α) τὸ νὰ συμφωνήσουμε ὅλοι μας γιὰ τὸ τί εἶναι καλό καὶ (β) πῶς θὰ τὸ «διδάσκουμε» ὁ ἕνας στὸν ἄλλον.

Γιὰ τὸ πρῶτο, ἐὰν ἀποδεχθοῦμε τὴ γνώμη κάποιου ἢ κάποιων, ἔστω κι ἂν θεωροῦνται αὐθεντίες, τὸ πιὸ πιθανὸν εἶναι ὅτι, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ ἀμφισβητηθοῦν. Ὁπότε, χρειαζόμαστε κάτι ὡς μὴ ἀμφισβητήσιμο, ἀκόμη κι ἂν δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδειχθῇ (πρβλ. τὰ ἀξιώματα τῆς Εὐκλείδειας Γεωμετρίας• λ.χ. «Ἀπὸ δύο σημεῖα διέρχεται μία μόνον εὐθεία», τὸ ὁποῖο τὸ δεχόμαστε χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε καὶ νὰ τὸ ἀποδείξουμε). Διαφορετικὰ τὸ καλὸ θὰ ἀξιολογεῖται κατὰ τὸ δοκοῦν.

Γιὰ τὸ δεύτερο, ὁ μόνος τρόπος εἶναι νὰ ἀποτελοῦμε ὅλοι μας τὸ παράδειγμα ἐμπράκτως. Σὲ ἀντίθετη περίπτωσι, θὰ συνεχίσουμε νὰ μὴν ἀνεχόμαστε νὰ μᾶς μιλοῦν ὑποτιμητικά, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ θὰ κάνουμε τὸ ἴδιο στὸ(-ὴ) σύζυγό μας, στὰ παιδιά μας, στοὺς ὑφισταμένους μας. Θὰ κατακρίνουμε ὅσους ἀφήνουν σκουπίδια στὴν παραλία, πετώντας ταυτοχρόνως τὰ δικά μας ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου μας. Θὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὸ γείτονα νὰ μὴν μᾶς ἐνοχλῇ μὲ θορύβους, ἀλλὰ θὰ τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ ὀσφραίνεται τὸν καπνὸ (ἢ ἀτμὸ) ἀπὸ τὸ τσιγάρο μας σὲ κλειστοὺς χώρους κι ἀλίμονόν του ἐὰν ἐνοχληθεῖ ὁ ῥατσιστής.

Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ «ἀκούγονται» τόσο προφανή. Εἶναι ὅμως; Κι ἂν εἶναι, γιατί δὲν τὰ ἀλλάζουμε; Ἴσως γιατὶ πάντοτε φταίει ὁ ἄλλος. Ὅταν ὅμως ἀποδεχθῶ τὸ γεγονός ὅτι ὁ ΑΛΛΟΣ εἶμαι ἐν τέλει ΕΓΩ, τότε καὶ μόνο τότε μπορεῖ νὰ γίνῃ ἡ ἀρχή. Κι ἂν γίνει ἡ ἀρχή, δὲν θὰ εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐπηρεάσω καὶ τὸ διπλανό μου, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὰ κομμάτια τοῦ ντόμινο. Ἂς θυμόμαστε ὅτι τὸ «ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων» κι ἂς πορευόμαστε μ’ αὐτό.

(Ἐπόμενο ἄρθρο: «Ἀκοινώνητη δικτύωσις», τὸ Σάββατο 7 Μαρτίου 2020)

Ὁ Παναγιώτης Σάτος εἶναι ὑποψήφιος Διδάκτωρ Τεχνητῆς Νοημοσύνης
στὸ Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων. Ἀρθρογραφεῖ τὸ πρῶτο Σάββατο ἑκάστου μηνός.