Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο Εσταυρωμένος βασιλιάς του Γένους

Του πρωτοπρεσβύτερου Δημητρίου Αθανασίου

-εκπαιδευτικός (χημικός)

Το χρονόμετρο της ιστορίας έπαυσε να χρονομετρά το κλέος της Αγίας Ρωμαϊκής (όχι της λεγόμενης Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας κατά τις μεσημβρινές «Μεγάλες Ώρες» της αποφράδος ημέρας Τρίτης, της 29ης Μαΐου του 1453, όταν «απ’ άκρου εις άκρον ακούστηκε η σπαραξικάρδια ιαχή, «εάλω η Πόλις».
«Ο Μυρίπνοος μήνας Μάιος και το αυτοκρατορικό όνομα Κωνσταντίνος εσφράγισαν ανεξίτηλα στο διάβα των αιώνων την ιστορία της Παναγιοσκεπάστου Θεοτοκουπόλεως Κωνσταντινουπόλεως.
Ήταν 11 Μαΐου του 330 μ.Χ., ημέρα μνήμης του μαρτυρίου του Αγίου Μωκίου, ο οποίος ήταν ο πολιούχος του αρχαίου Βυζαντίου, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εγκαινίασε την «Νέα Ρώμη», την Κωνσταντινούπολη, ως τη νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ήταν 29η και πάλι του μυρίπνοου μηνός Μαΐου του 1453 μ.Χ. και επί των ημερών της Βασιλείας του μεγαλομάρτυρος «Ελέω Θεού πιστού Σεβαστοκράτορος των Ρωμιών Κωνσταντίνου ΙΑ’ του Παλαιολόγου» όταν «εάλω η Πόλις και επάρθεν η Ρωμανία», κατά την ημέρα της εορτίου μνήμης της Αγίας Θεοδοσίας της οποίας ο ιερός ναός και η εφέστιος εικώνεφέραν τα ανοιξιάτικα ρόδα (Γκιουλ) της προσευχής και των δεήσεων των πολιορκημένων Ρωμιών που έκαμαν ολονυκτία ικετεύοντας για τη σωτηρία τους. Εκείνα τα «έσχατα ρόδα» πρωταντίκρισαν οι Οθωμανοί, όταν εισήλθαν στο ναό της και αφού τον μετέτρεψαν σε Τζαμί, έδωσαν την ονομασία «Γκιουλ Τζαμί», που σημαίνει «Τέμενος των Ρόδων».(Ι.Σιδηράς -ιστορικός).

Ανατριχιάζει κανείς θυμούμενος ότι μια μέρα πριν, στις 28 Μαΐου, έγινε η τελευταία ακολουθία στην Αγιά Σοφιά και λιτανεία, όπου ξαφνικά δακρύζει και πέφτει κάτω η εικόνα της Παναγίας και γίνεται τόσο βαριά που δεν σηκώνεται! Ξημερώματα της 29ηςΜαϊου 1453 γύρω στη 1:00 π.μ. ξεκίνησε η επέλαση των Οθωμανών στην Πόλη και κορυφώθηκε τραγικά στις 4:00 π.μ.
Έκτοτε, εκκλησίες γίνονται στάβλοι και άπειρες βυζαντινές αρχαιότητες καταστρέφονται! Από την Παναγία Περίβλεπτο, το Παλάτι των Βλαχερνών, το παλάτι του Θεόδωρου του Στουδίτη και τους Αγίους Αποστόλους δεν σώθηκε σχεδόν τίποτα! Δεν είναι τυχαίο που για χρόνια τώρα κάθε τέτοια μέρα οι τούρκοι εορτάζουν την νίκη τους με πανηγυρικές παρελάσεις και αναπαραστάσεις των γενίτσαρων. Διότι, τι ειρωνεία! Η πόλη έπεσε από τους γενίτσαρους, εξισλαμισμένους και τουρκεμένους, δηλαδή, Έλληνες, κυρίως θύματα του παιδομαζώματος! Ειδικά τώρα πλέον, σε μια εποχή νεο-οθωμανικού επεκτατισμού και ισλαμικού εξτρεμισμού στην Τουρκία, όπου η Αγιά Σοφιά από μουσείο ξαναγίνεται τζαμί, οι ανθελληνικές κορώνες δίνουν και παίρνουν και υπάρχει μια συνεχώς κλιμακούμενη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Τραγικό πρόσωπο-πρωταγωνιστής εκείνη την αποφράδα μέρα του Μαΐου ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο τελευταίος των Βυζαντινών και ο πρώτος των Ελλήνων. Γράφει ο μακαριστός ιστορικός Σαράντης Καργάκος τα εξής: «Ο Κωνσταντίνος, εκείνη την αποφράδα Τρίτη σκοτώθηκε στην Πύλη του Ρωμανού. Αλλ’ αμέσως αναστήθηκε στην ψυχή του λαού. Δεν είναι τυχαίο ότι από τους 80 και πλέον Αυτοκράτορες, που κάθισαν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, μόνον ο Κωνσταντίνος πέρασε στο θρύλο, έγινε τραγούδι και σύμβολο. Ούτε ο Βουλγαροκτόνος, ούτε ο Νικηφόρος Φωκάς πέρασαν στο δημοτικό τραγούδι. Σ’ αυτό πέρασε μόνον ο Κωνσταντίνος. Γιατί σ’αυτόν ο λαός είδε τη θέληση για αντίσταση, τη διάθεση για θυσία. Ο Κωνσταντίνος πέφτεικαι το Γένος … ανέστη! Διότι της Αναστάσεως προηγείται η Σταύρωση. Ο Κωνσταντίνος είναι ο Εσταυρωμένος βασιλιάς της ιστορίας μας.
Έπεσε μαχόμενος σαν Σπαρτιάτης• μέσα του είχε κάτι από το φρόνημα των Θερμοπυλομάχων. Ας μην ξεχνάμε ότι έζησε και έδρασε στα χώματα που γέννησαν τον Λεωνίδα. Στο Μυστρά, άλλωστε, στέφθηκε Αυτοκράτορας. Στην Πόλη δεν πήγε σαν Βυζαντινός, σαν Ρωμαίος• πήγε σαν Έλληνας και μάλιστα Σπαρτιάτης. Μαζί του πήρε τη ψυχή του Λεωνίδα. Μίλησε, έδρασε, πέθανε σαν Λεωνίδας. Ας θυμηθούμε την απάντηση που έδωσε στο Σουλτάνο, όταν έναντι πολλών ανταλλαγμάτων του ζητήθηκε παράδοση :«Το δε την Πόλιν σοι δούναι ουκ εμόνεστίν, ούτε άλλου των κατοικούντων. Κοινή γαρ γνώμη αποθανούμεν εν ταύτη και ου φεισόμεθα της ζωής ημών»
Η απόκριση αυτή είναι μια μακρινή απήχηση του «μολών λαβέ». Μια πρόδρομη μορφήτου νεώτερου «ΟΧΙ».
….Αγνόησε το άδοξο παρόν και ατένισε προς το παρελθόν. Έπρεπε να σταθεί ισάξιος των ενδόξων προκατόχων του. Αυτό που είχε δεν ήταν δικό του• ανήκε στο Γένος. Και το Γένος των νεκρών απαιτούσε θυσία• όχι παράδοση. Ο Κωνσταντίνος δεν πολέμησε για να νικήσει, πολέμησε για να μην ηττηθεί η τιμή του Γένους.

Ο Αυτοκράτορας πεθαίνει αλλά δεν παραδίδεται. Και αυτή η στάση ήταν μια εγγραφή ελευθερίας. ΤοΓένος δεν θα το έσωζε μια νίκη, θα το έσωζε μια θυσία. Ο Κωνσταντίνος και τα παλληκάρια του με το αίμα τους ξέπλυναν όλες τις προηγούμενες ντροπές της Αυτοκρατορίας. Η Πόλη πέφτοντας ηρωικά, ανυψώθηκε ηθικά.
Στηδιάρκεια της πολιορκίας ο Κωνσταντίνος στάθηκε άγρυπνος, ακάματος, ακαταπόνητος. Ενέπνευσε με τα λόγια και το παράδειγμά του. Υπεράσπισε με πάθος την Πόλη, που ήταν όπως έλεγεν ο ίδιος, «η ελπίς και η χαρά πάντων των Ελλήνων». Είχε συνείδηση Έλληνα και όχι ψευδοσυνείδηση Ρωμαίου ο Κωνσταντίνος. Κι είχε επίγνωση της ιστορικής του αποστολής. Με την τελευταία ομιλία του της 28ης Μαΐου προς τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς του, καθόρισε με λακωνική επιγραμματικότητα την αποστολή, που έκτοτε αποτελεί ιερή παρακαταθήκη του Γένους:
«Παρακαλώ ημάς, ιναστήτε γενναίως. Καλώς ουνοίδατε, αδελφοί,
ότι δια τέσσερά τινα οφείλεται κοινώς εσμέν πάντες, ίνα προτιμήσω μεν αποθανείν μάλλον ή ζην, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δέ υπέρ πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως, ως Χριστού Κυρίου, και τέταρτον ύπέρ συγγενών και φίλων. Άλλως… πατρίδα περίφημον τοιαύτην υστερούμεθα και την έλευθερίαν ημών, βασιλείαν την πάλαι μεν περιφανή, vυv δε τεταπεινωμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμεν» (Λεονάρδος §37)
Η ώρα της τελικής αναμετρήσεως έρχεται. Ο Κωνσταντίνος αποχαιρετά στο παλάτι φίλους και συγγενείς και πηγαίνει να πάρει θέση ως πολεμιστής πάνω στις επάλξεις. Γράφει ο Σφραντζής που ήταν αυτόπτης:
«Εν τήδε ώρα, τις διηγήσεται τους τότε κλαυθμούς και θρήνους εν τω παλατίω; Ει και από ξύλου ή εκ πέτρας ην, ουκ ηδύνατο μη θρηνήσαι»

Έχουν και οι ήρωες τις ανθρώπινες στιγμές τους!
Η μάχη πάνω στα τείχη άρχισε. Ο Κωνσταντίνος, όπως ο Αθανάσιος Διάκος, πολεμούσε με σπασμένο σπαθί. Γύρω του πολεμούσαν κάποιοι αφοσιωμένοι εκλεκτοί. Ένας από αυτούς, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας τον Αυτοκράτορα κυκλωμένο, όρμησε πάνω στους Τούρκους κραυγάζοντας: «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην». Και σκοτώθηκε. Όπως σκοτώθηκαν όλοι οι γενναίοι, «μη ανεχόμενοι επιδείν πατρίδα δεδουλωμένην», όπως λέει ο Σφραντζής. Ο Κωνσταντίνος κάποια στιγμή ένιωσε ότι πολεμούσε μόνος. Οι γενναίοι του είχαν πέσει. Κάποιοι άλλοι τον είχαν εγκαταλείψει. Και τότε με παράπονο ανέκραξε: «Ουκ εστί τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’εμού;». Ίσως η επίκληση αυτή του Κωνσταντίνου να δημιούργησε την κλεφταρματολική παράδοση να παίρνουν τα παλληκάρια την κεφαλή του καπετάνιου, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.

Ένας Τούρκος, λέει ο Σφραντζής, τον κτύπησε κατά μέτωπο κι άλλος από τα νώτα. Ο Κωνσταντίνος έπεσε από το άλογο και ξεψύχησε ανάμεσα στους στρατιώτες του. Αργότερα, λένε, το πτώμα του αναγνωρίστηκε από τα πορφυρά σανδάλια. Το κεφάλι του κόπηκε και στήθηκε πάνω σε πορφυρή στήλη στην Πλατεία του Αυγουσταίου. Μέχρι το
1930 στην αυλή ενός ταπεινού τουρκικού σπιτιού μπορούσε ο επισκέπτης να δει μια μαρμάρινη πλάκα, που, κατά την παράδοση, σκέπαζε το σεμνό σκήνωμα του Αυτοκράτορα. Ο Αλέξανδρος Πασπάτης, που μας έδωσε το 1890 την καλύτερη περιγραφή της Άλωσης και ο οποίος γνώριζε όσο κανείς την τοπογραφία της Κωνσταντινουπόλεως,
γράφει: «Εν τω στενώ τούτω περιβόλω, μάνδρα τη σήμερον προβάτων ρυπαρά και κακόσμω, κατέπεσεν άκλαυστος και αμνημόνευτος ο βασιλεύς Παλαιολόγος υπό πάντων εγκαταλελειμμένος και μέχρι τέλους ανδρείως αγωνιζόμενος προς μυρίους στρατούς και ηγεμόνα οξύνουν και μεγαλουργόν».
Το πτώμα του Παλαιολόγου, γράφει ο Πασπάτης, ουδέποτε βρέθηκε. Αλλά κι αυτό που βρέθηκε, σκυλευμένο από τους Τούρκους, δεν θεωρήθηκε βασιλικό σκήνωμα. Ο λαός έθαψε τον βασιλιά στην ψυχή του. Και τον ανέστησε. Έτσι αναστήθηκε και το Γένος.
Ο Κωνσταντίνος έγινε το πτηνό φοίνικας που αναγεννάται από την τέφρα του. Η αναγέννηση του Κωνσταντίνου μέσα στη λαϊκή ψυχή δίνει σε κάθε κρίσιμη στιγμή νέα πνοή στο έθνος. Διότι, όπως λέει ο Σφραντζής, ο Κωνσταντίνος «εκομίσατο τον του μαρτυρίου στέφανον μη θελήσας προδούναι τοις ανόμοις το βασίλειο, μήτε
θελήσας τον κίνδυνον διαφυγείν, δυνατού όντος». Δηλαδή, φόρεσε το στεφάνι του μαρτυρίου, επειδή δεν το θέλησε να παραδώσει στους ανόμους τη βασιλική κληρονομιά, ούτε θέλησε να ξεφύγει από τον κίνδυνον, ενώ μπορούσε να ξεφύγει. Γι’ αυτό ο λαός θεώρησε τον Κωνσταντίνο όχι Ρωμαίο βασιλέα, όπως το απαιτούσε η αυτοκρατορική
παράδοση, αλλά Έλληνα. Λέει ένα ποντιακό τραγούδι: «Την Πόλιν όντας ώριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνος ». Κι ακόμη ο λαός ποτέ δεν πίστεψε στο θάνατό του… Όταν ένας άνθρωπος γίνεται με τη θυσία του ιδέα και σύμβολο, ασφαλώς δεν πεθαίνει. Ο άγνωστος στιχουργός του «Θρήνου της Πόλης» εκφράζει παραστατικά το λαϊκό αίσθημα:
«Ω Κωνσταντίνε βασιλεύ, Δραγάζη το πινόμιν,
ειπέ μας, που ευρίσκεσαι; Εχάθης; Εκρυβήθης;
ή ζης ή και απέθανες επάνω στο σπαθί σου;»

Ο Κωνσταντίνος πέθανε επάνω στο σπαθί του. Και αυτό ο λαός το ήξερε. Τα άλλα ερωτηματικά είναι ρητορικά για να προβληθεί το όποιος πεθαίνει πάνω στο σπαθί, πάντοτε θα ζει. Θα ζει, εφόσον, βέβαια το έθνος τον αναζητεί σε κάθε κρίσιμη στιγμή και θα ρωτά: «Είπε μου που ευρίσκεσαι;». Και ο Κωνσταντίνος θα απαντά: «Μες στη δική
σας την ψυχή». Αν βέβαια η ψυχή μας είναι καθαρή, απαλλαγμένη από τα μιάσματα της σύγχρονης πολύμορφης υποταγής. Μια τέτοια μορφή υποταγής βιώνουμε σήμερα. Και δεν εννοώ με αυτό την πολυπλασσαρισμένη υποταγή του μνημονίου, μια υποταγή που υπήρξε
απότοκος της υλοφροσύνης μας.
Εννοώ την υποταγή μας στο φόβο έναντι των προγόνων μας. Φοβόμαστε τη σύγκριση μαζί τους και επιτηδίως το ενδιαφέρον των νέων στρέφεται
προς ψεύτικα και αρρωστημένα ιδανικά.
Εδώ και μήνες έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι κάποιες ανασκαφές σταμάτησαν, διότι κάποιοι φοβούνται αυτό που ενδέχεται να βρούμε. Αλλ’ αν αρχίσουμε να φοβόμαστε τους νεκρούς μας, που μας διδάσκουν την όρθια στάση, τότε μελλοντικά η 29η Μαΐου θα εορτάζεται, στην Πόλη και σε όλη την Τουρκία. Θα εορτάζεται ως νίκη του Ισλάμ επί του
Σταυρού, ως νίκη των Τούρκων επί του Ελληνισμού. Οι Τούρκοι έως τώρα αποφεύγουνέναν τέτοιο θορυβώδη εορτασμό. Για πολλούς λόγους. Κι ένας από αυτούς είναι ο δικόςτους φόβος• μήπως ξυπνήσει ξανά το φιλότιμο των Ελλήνων, μήπως ξυπνήσει μέσα μας ξανά ο Κωνσταντίνος και τότε, όπως λέει ο ποιητής «τα όνειρα θα λάβουνε εκδίκηση».

Δεν ξέρω, αγαπητοί μου, αν η υστεροφημία είναι ευτυχία. Ένα, όμως, ξέρω: πολλοίασφαλώς δεν θα ζήλευαν τη ζωή του Κωνσταντίνου. Κάποιοι, όμως, θα ζήλευαν το θάνατό του. Και επειδή στα πρότερα χρόνια οι «κάποιοι» ήσανπάμπολλοι, κατόρθωσε τοΓένος μας ν’ αναστηθεί και να μεγαλουργήσει. Ο Κωνσταντίνος αυτό που μας διδάσκει δενείναι το πώς να ζήσουμε. Μα διδάσκει το πώς να πεθαίνουμε, όταν το απαιτεί το χρέος.
Λαός που φοβάται να πεθάνει, όταν τον καλεί η φωνή της πατρίδος, έχει αρχίσει να μυρίζει πτωμαΐνη. Γι’ αυτό θεωρώ εκδηλώσεις μνήμης, όπως η σημερινή, σαν αντίδοτο στην πτωματοποίηση που μας απειλεί».
Το ελάχιστο τούτο «Εγκώμιον» προς τον τελευταίο μεγαλομάρτυρα «Ελέω Θεού» πιστό Βασιλέα και Σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ τον Παλαιολόγο κλείνουμε με την ανεπανάληπτη ιστορική γραφή του αοιδίμου Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου, ο οποίος γράφει: «ούτω δια του μαρτυρικού αίματος επισφραγίζει ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Δραγάτσης την ιστορία του Βυζαντίου, της οποίας και η τελευταία αύτη σελίς θα παραμείνη δια την ελληνικήν φυλήν χρυσή και αθάνατος ιδία δια την ηρωϊκήν αντίστασιν χιλιάδων τινών γενναίων ανδρών, προπάντων και κατά το πλείστον Ελλήνων, οι οποίοι επί δύο μήνας και δια μόχθων ατελευτήτων επολέμουν εναντίον εχθρού εικοσάκις υπερτέρου κατά τον αριθμόν, εναντίον των πρώτων στρατευμάτων του κόσμου κατά την εποχήν εκείνην, και μέχρι τελευταίας πνοής υπερήσπισαν τα φρούρια της βασιλίδος των πόλεων, του θεοφρουρήτου Βυζαντίου, της ακροπόλεως ταύτης του χριστιανικού πολιτισμού εν τη Ανατολή.

Και την αθανασίαν της τελευταίας ταύτης χρυσής σελίδος της βυζαντινής ιστορίας επιστέφει ο ένδοξος θάνατος του ήρωος μάρτυρος αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, ηρωϊκώς υπέρ της πατρίδος πεσόντος παρά την Πύλην του Ρωμανού την πρωΐαν της 29ης Μαΐου 1453, εν ηλικία 49 ετών, τριών μηνών και είκοσιν ημερών.
Μια ιστορική επέτειος είναι αυτοδικαίως ημέρα νεκρών. Δεν είναι, όμως, ημέρα νεκρή. Η αυτοκρατορική Βοσπορίτισσα νύμφη ουδέποτε απέθανε αλλά είναι «επέκεινα της αλώσεως», «αεί ζώσα» και εν «αλώσει ανάλωτος» Βασιλεύουσα προκαθεζομένη Πόλη των πόλεων. Είναι η μητρική ιερά και υψίστη καθέδρα του Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κάθε λόγος και γραφή αποτελεί το «εγκώμιον Κωνσταντινουπολίτιδος ανακάλημα», όπως και ο θεόπνευστος της Εκκλησίας υμνογράφος εφάπαξ συνέθεσε το των σεπτών εγκαινίων αυτής απολυτίκιο, αναβοώντας: «Της Θεοτόκου η Πόλις, τη Θεοτόκω προσφόρως, της εαυτής ανατίθεται σύστασιν, εν αυτή γαρ εστήρικται διαμένειν, και δι’ αυτής περισώζεται και κραταιούται βοώσα προς αυτήν, Χαίρε η ελπίς πάντων των περάτων γης».