Το μνημόσυνο

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

Η δεύτερη φορά που θα επισκεπτόμουν το Α΄ Νεκροταφείο. Την πρώτη για την Ωραία Κοιμωμένη του Γιαννούλη Χαλεπά και τη δεύτερη στο μνημόσυνο της κεκοιμημένης ξαδέρφης μου, που έφυγε απ’ τη ζωή, La vi an Rose, και πλήρης ημερών, αντίθετα με την κορασίδα που κόπηκε απ’ τον μίσχο της σαν τριαντάφυλλο.
Ήταν κι αυτό ένα θέμα, να μην πω το βασικότερο της αμφίεσης… Γνωρίζοντας μάλιστα ότι θα είχα να κάνω μ’ έναν κόσμο του φαίνεσθαι, παρά του είναι αυτός της κατά τα άλλα αγαπητότατης πρωτεξαδέλφης μου. Γι’ αυτό αραιά και πού βρισκόμασταν, όπως τώρα στο μνημόσυνό της. Οι δυο μας κάποτε σε συγγενών μας κι αργότερα στο δικό μου όσοι ακόμα ζουν από εκείνους. Κύκλος η ζωή μέσα στον δίχως αρχή και τέλος αέναο της φύσης. Θεώρησα χρέος μου να τιμήσω τη μνήμη της και μάλιστα ενδεδυμένη κατά πώς θα ’θελε εκείνη μία απ’ το σόι της να είναι: κυρία με τα όλα της! Κι όση ώρα έριχνα ματιές στον καθρέφτη, προβάροντας και ξεπροβάροντας ρούχα κι αξεσουάρ, την έβλεπα πίσω μου, με τις ψηλοτάκουνες γόβες της, καθότι κοντούλα, αλλά Εντίθ Πιαφ, να με κοιτά με τα γκριζοπράσινα μεγάλα μάτια της, εγκρίνοντας ή επικρίνοντας, αναλόγως.

Με οδηγό τον άντρα μου στο τιμόνι, μπήκαμε απ’ την ανεπίσημη, λαϊκής όψης, είσοδο. Ανάλογη και η επί της «υποδοχής», χαμογελαστή Ρωμά. Υποκύπτοντας στο μαλαγάνικο ύφος της, ενώ αλλιώς την είχα στο νου μου, αγόρασα την ανθοδέσμη λευκών χρυσανθέμων, τυλιγμένη όπως-όπως σε ζελατίνα, με ωστόσο λευκό ασορτί κορδελάκι φιόγκο δεμένη. Η νεαρή γυναίκα μας έδειξε τον δρόμο από πίσω προς τα μπρος στην πολιτεία των νεκρών. Απλούστατο κι αφκιασίδωτο το σκηνικό, με τις δυο τρεις επιπλέον μαντηλοφορούσες, μου ’φερε στο νου την Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο με την Τζένη Καρέζη σε ρόλο τσιγγάνας. Κι εν όψει του τι είχα να αντιμετωπίσω, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, αν εξαιρούσα τον λίαν συμπαθητικό σύζυγο της θανούσης, άκρως χαλαρωτικό. Αν κάτι εκτιμούσα στον χαρακτήρα της μακαρίτισσας ήταν η αισιοδοξία της, σε συνδυασμό με το αστείρευτο χαμόγελό της και την αγάπη για τη ζωή. Όλα αυτά συγκροτούσαν ένα δραστήριο, κοινωνικό άτομο. Ίσως γι’ αυτό ο άνδρας της την ερωτεύτηκε σφόδρα, απ’ την πρώτη στιγμή που ο πόνος ενός δοντιού τον οδήγησε στο ιατρείο της κι εν συνεχεία στον δρόμο της ζωής της…

Έτσι πήραμε τον κεντρικό δρόμο της νεκρόπολης, τον μεταξύ άλλων παράλληλων, τεμνόμενων καθέτως από μικρότερους, βάσει των κανόνων πολεοδομίας. Στον όλο περιβάλλοντα χώρο, με τους τάφους κάτω απ’ τους ίσκιους των κυπαρισσιών, παντού επικρατούσε η καθαριότητα και η ευταξία – κάτι αδιανόητο γενικά στις πόλεις των ζωντανών – με κυρίαρχο στοιχείο εδώ την ησυχία. Ακόμα και τα λίγα τροχοφόρα κινούνταν αθόρυβα, σεβόμενα, έλεγες, τον ύπνο των πεθαμένων… Και τότε κατάλαβα πόσο ασύστολα τολμούσα να διαρρήξω αυτή την άκρατη γαλήνη! Μπαίνοντας απ’ τον κόσμο της οχλαγωγής, στον κόσμο των νεκρών, συνειδητοποίησα, καθώς περπατούσα πάνω στην άσφαλτο, πως με το ολέθριο τάκα-τάκα των τακουνιών μου, η μόνη ιερόσυλη ήμουν εγώ! Δεν είχα πού να κρύψω την ντροπή μου! Ωστόσο, κατά πως λέει και το σοφό Τι βρέχει ο ουρανός και δεν το καταπίν’ η γη, συνέχισα να περπατώ, … Και με το παλαμάκια, παλαμάκια να χτυπούν τα τακουνάκια, να χτυπούν τα τακουνάκια στο τσιμέντο στα πλακάκια της αείμνηστης Μαρίκας Νίνου στο μυαλό μου, μου ’ρχόταν να βάλω τα γέλια. Ο λεγόμενος κλαυσίγελος που συμβαίνει καμιά φορά σε τέτοιες περιπτώσεις, η αμφιθυμία αλλιώς. Ατελείωτος ο δρόμος, κάτι μεταξύ Σταδίου και Πανεπιστημίου, Ομόνοια-Σύνταγμα. Οπότε μπας κι αργήσω και δεν προλάβω το μνημόσυνο, παραμερίζοντας την ντροπή απ’ τον κρότο των τακουνιών, έβαλα την τρίτη των ταχυτήτων. Με το ’να μου χέρι κρατώντας την όπως-όπως ανθοδέσμη, με τ’ άλλο την τσάντα και με τον ποδόγυρο του μακριού φουστανιού μου στα φτερά του ανέμου, σαν της Νίκης της Σαμοθράκης, και τον σύζυγό μου να μου φωνάζει:

«Σιγά! Μην βιάζεσαι! Θα πέσεις!» ωστόσο, εγώ λησμονώντας τις εμπειρίες των πτώσεών μου, αν και κάθε φορά έλεγα πως δεν θα ξανακάνω το λάθος της βιασύνης, που απέβη μοιραία για την ξαδέρφη μου, πρόσω ολοταχώς, μέχρι που διέκρινα τον τρούλο της εκκλησίας και ψηλά κι απέναντι τον Παρθενώνα. Και να ’μαστε δυο άγνωστοι ανάμεσα στους γνωστούς του συζύγου της ξαδέρφης μου, που, αν και βαθύτατα τεθλιμμένος για την απώλειά της, μας υποδέχτηκε με το χαμόγελο της ευγένειας και μια εγκάρδια χειραψία. Ένας αληθινός ευπατρίδης, ξεχώριζε απ’ τους δήθεν του εφοπλιστικού κόσμου, που τον περιέβαλλε. Περιμένοντας την εντολή να μπούμε στην εκκλησία, διασκορπιστήκαμε στον αυλόγυρό της, ένας εδώ άλλος εκεί. Ψάχνοντας, βρήκα τον εξαφανισμένο σύζυγό μου καθισμένο σ’ ένα πέτρινο σκαμπό, προστατευμένο κάτω απ’ το ίσκιο μιας ελιάς. Βολεύτηκα κι εγώ σ’ ένα παγκάκι κάπως σκιερό. Με τη διπλανή μου κυρία ανταλλάξαμε δυο λόγια της ανάγκης τυπικά και προτιμώντας τον ενδόμυχο διάλογο σιωπήσαμε. Άλλωστε τι παραπάνω είχαμε να πούμε, αφού όλως τυχαίως ένα κοινωνικό συμβάν μας αντάμωσε εκεί όπου όλα τελειώνουν…

Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;/ Κι απ’ ό, τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε /τάφου γη θα μας έχει χωρίσει; για να θυμηθούμε και τον ποιητή. Ναι, αλλά ως τότε ευτυχώς ή δυστυχώς περί πολλά τυρβάζομε, ως και βασανιστικά κάποιες φορές, όπως π.χ. περί της φθοράς των πραγμάτων, λες κι είν’ αυτά η ζωή μας όλη, τα πράγματα και η φθορά τους. Των δικών μου τη διαπίστωσα, όπως καθόμουν διπλοπόδι, με το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, στο εναπομείναν στη άκρη του τακουνιού λαστιχάκι, που ξεχώριζε ένα πράγμα miserabile visu, λες και μ’ εκδικούνταν που τ’ άφησα να γίνει έτσι. Άλλη πάλι ντροπή κι αυτή! Τι άραγε να σκέφτηκε η καθωσπρέπει διπλανή μου; Αν ήταν η Ρωμά, ποσώς θα του ’δινε σημασία. Ναι, αλλά της κυρίας; Ε, τι να κάνουμε; Τον εαυτό μας οφείλουμε να τον αγαπάμε και με τα καλά του και με τα ζαβά του.
«Η οικογένεια Γιαννιώτη να περάσει παρακαλώ», ακούσαμε τον τελετάρχη να μας καλεί να μπούμε στην εκκλησία. Οπότε, αφού σε κατανυχτική ατμόσφαιρα παρακολουθήσαμε την επιμνημόσυνη δέηση κατά την οποία ακούστηκε επανειλημμένα το αιωνία η μνήμη της εξαδέρφης μου Ευμορφίας, όνομα εύηχο κι απόλυτα ταιριαστό στα χαρίσματά της, ακολουθήσαμε το κομβόι, με μπροστάρηδες εκπροσώπους του γραφείου τελετών. Ύστερα από κάποια ζικ-ζακ στους δρόμους και τα δρομάκια της αιώνιας πολιτείας, βρεθήκαμε στον οικογενειακό τάφο του συζύγου της ξαδέρφης μου, που έγινε και δικός της. Και πάνω που ο ιερεύς έψαλλε το τρισάγιο «Ντριννννννννννν» χτυπά το κινητό του, οπότε διακόπτει το ψάλσιμο, του ρίχνει μια ματιά, το ξαναβάζει στην τσέπη κάτω απ’ το ράσο και συνεχίζει Στο τέλος, μ’ ένα θερμότατο «Να ζείτε, να τη θυμάστε» στον χηρευάμενο σύζυγο, ανταμείβεται διακριτικά μ’ ένα γενναίο πουρμπουάρ κι αποχωρεί ακολουθώντας τους υπόλοιπους, που είχαν ήδη αρκετά απομακρυνθεί από εμάς. Για πότε ούτε που το κατάλαβα. «Φύγαν οι άλλοι. Άντε, πάμε κι εμείς», δίκαια βιαζόταν ο σύντροφός μου, γιατί μόνοι δε θα βρίσκαμε το δρόμο του γυρισμού.

Ακούμπησα την όπως-όπως ανθοδέσμη μου, με ολοζώντανα ωστόσο τα κατάλευκα χρυσάνθεμά της, στη μαρμάρινη με την πατίνα του χρόνου ταφόπλακα. Κι όπως έκανα να φύγω με σταμάτησε το φτερούγισμα ενός πουλιού, που ’ρθε και στάθηκε πάνω της… «Λες; Λες να ’ν’ η ψυχή της;» αναρωτήθηκα, κοντεύοντας να το πιστέψω. Κι όπως το κοίταζα, μ’ ένα πήδο ήρθε πιο κοντά μου, χωρίς να πάψει να τιτιβίζει, σαν να ’ταν η φωνή της που μου ’λεγε: «Ευχαριστώ» κι από πάνω για την ταπεινή μου ανθοδέσμη κι ένιωσα άβολα. Κι επειδή οι ψυχές διαβάζουν τις σκέψεις μας: «Σημασία δεν έχει το περιτύλιγμα αλλά τα ολοζώντανα κατάλευκα χρυσάνθεμα, σύμβολα της νιότης και αγνότητας της ψυχής. Μ’ αυτά θα κατεβώ στον Άδη, μόλις βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο ακολουθήσει…», είπε και πέταξε μακριά μου. Τόσο κοντά μου είχα νιώσει την ψυχή της να φτερουγίζει. Σαράντα μέρες λένε πως οι ψυχές των νεκρών γυροφέρνουν ανάμεσα στους δικούς τους. Η ψυχή, λέει ο Σωκράτης, παρέχοντας στο σώμα τη δύναμη της αναπνοής, είναι αιτία ζωής. Και μόλις εκλείψει η αιτία που το αναψύχει (αναζωογονεί), αυτό διαλύεται και πεθαίνει. Τη φύση του σώματος, ώστε να μπορεί να κινείται εδώ κι εκεί, την κατευθύνει και την συνέχει η ψυχή. Αυτή και ο νους διακοσμούν την ανθρώπινη φύση και τη συνέχουν. Από το «φυσέχει» τ’ όνομά της, που χάριν καλλιέπειας την είπαν «ψυχή». Το σώμα είναι το σήμα (τάφος) σαν να ’ναι θαμμένη σ’ αυτό στον παρόντα βίο. Μέσω αυτού «σημαίνει» (εκδηλώνει) όσα εκδηλώνει,. Πληρώνει για τα σφάλματά της, έχοντας το σώμα ως περίβολο, για να σώζεται. Είναι το «σώσμα» της, μέχρι να εκπληρώσει τα οφειλόμενα…

Αυτά σκεπτόμουν στην επιστροφή για τον καφέ της μακαριάς, όπως είθισται να κλείνει ένα μνημόσυνο. Κι αποχωρώντας απ’ των νεκρών και μπαίνοντας στων ζωντανών την πόλη, δια μιας ο ήχος των φθαρμένων τακουνιών μου εξαφανίστηκε μέσα στου κόσμου την οχλοβοή, ωστόσο δηλωτικό ζωής, με τα όποια προβλήματά της… «Καλύτερα δούλος στα κτήματα του πατέρα μου, παρά βασιλιάς στον Άδη», λέει ο Αχιλλέας, όταν ο Οδυσσέας τον συναντά στα Ηλύσια Πεδία, όπου κατά τις δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων κατοικούσαν οι ψυχές των ηρώων, κάτι αντίστοιχο του δικού μας παράδεισου.