Το τάμα

Γράφει η Χαρά παπαβασιλείου

Θα με βάραιναν οι τύψεις, αν δεν προλάβαινα να εκπληρώσω το τάμα στη μητέρα μου, να πάμε δηλαδή, πριν φύγει απ’ τη ζωή, να βρούμε το σπίτι της στην πατρίδα της, στα Αλάτσατα. Έτσι μ’ ένα μικρό καραβάκι, εν έτει 1991, απ’ το λιμάνι της Χίου φτάσαμε στον Τσεσμέ σε τρία περίπου τέταρτα. Από την πλώρη ξεχώρισα το περήφανο ενετικό κάστρο, μοναδικό στολίδι του αναξιοποίητου μικρολίμανου, και στα δεξιά μιας ασήμαντης προβλήτας δυο τρεις βαρκούλες αφημένες στη φθορά του χρόνου και του καιρού.
Στο μικρό τελωνείο, μετά τον έλεγχο των διαβατηρίων, εγώ και η μητέρα μου ξεκόψαμε απ’ το γκρουπ με προορισμό τη Σμύρνη. Από εκεί κι ύστερα μόνηθα σήκωνα το βάρος της ευθύνης για ό,τι ήθελε προκύψει στο «εχθρικό» για τους Έλληνες, όπως μας είχαν πληροφορήσει, τουρκικό έδαφος.

Στην έξοδο του τελωνείου περίμεναν δυο ταξιτζήδες. Με τις σαγιονάρες στα πόδια τους και τα μανίκια του πουκαμίσου τους γυρισμένα στα μπράτσα ψηλά, μου ’δωσαν την εικόνα Αλβανών μεταναστών. – Το ’89, με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, περνώντας την Κακαβιά είχαν πλημμυρίσει την Ήπειρο –. Συμφωνήσαμε με τον έναν και πήραμε τον δρόμο για την πατρίδα. Ο φόβος όμως και η αγωνία μού στέρησαν τη συγκίνηση αυτής της διαδρομής, αφού ακόμα και στον έλεγχο των διαβατηρίων στο τελωνείο της Χίου μια υπάλληλος μας σπαζοχόλιασε, όταν μας είπε: «Πώς τολμάτε και πάτε να μπήτε στο στόμα του λύκου; Δεν ακούσατε πως χθες σκότωσαν στην Αθήνα τον Τούρκο πρόξενο;» Ωστόσο επρόκειτο για απλό τραυματισμό του απ’ την εναντίον του δολοφονική απόπειρα. Τίποτε όμως δεν θα στεκόταν εμπόδιο στην πραγματοποίηση του ονείρου μιας ζωής.
Έτσι βρεθήκαμε να διασχίζουμε τον αυτοκινητόδρομο Τσεσμέ-Σμύρνης, με τον οδηγό πρόθυμο να απαντά με τα σπασμένα αγγλικά του στις ερωτήσεις μου, αλλά και τον φόβο να σφίγγει την καρδιά μου.

Στ’ αριστερά μας η πολυσύχναστη παραλία της πόλης κι εν συνεχεία μια απέραντη κάτασπρη γραμμή μιας πλαζ, όπως φαινόταν από μακριά. «Λίντζα», μας είπε δείχνοντας με το χέρι του, καθώς πλησιάζαμε, τον τόπο που συνδεόταν με κάποιες απ’ τις ωραιότερες παιδικές αναμνήσεις της μητέρας μου. Πόσες φορές μου είχε μιλήσει γι’ αυτόν… «Είχε άμμο σαν σιμιγδάλι κι η θάλασσα σμαραγδένια, πεντακάθαρη! να την πιεις στο ποτήρι, και ρηχή τόσο, που τσαλαβουτούσαμε στα νερά της μαζεύοντας κολτσίδες. Η μάνα μας τις έφτιαχνε στο τηγάνι. Τέτοια νοστιμιά!» μου αφηγούνταν. Ήταν ο τόπος των περίπατων με το σχολείο της, τρία χιλιόμετρα απ’ τ’ Αλάτσατα. «Οι πλούσιοι εκεί είχαν τις βίλες τους», μου έλεγε. Τώρα με απογοήτευση αντικρίσαμε μια άναρχα δομημένη, πυκνοκατοικημένη λουτρόπολη.

ALAKATI (Αλάτσατα) έγραφε η ταμπέλα στα δεξιά μας και στρίβοντας μπήκαμε σε μια περιοχή με αγροτόσπιτα, παρατημένα στην τύχη τους, όπως τριγύρω η πάλαι ποτέ καλλιεργήσιμη γη, τώρα στεγνή και χέρσα. Σύντομα χωθήκαμε στα στενά δρομάκια του χωριού που μας έβγαλαν στη μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία, με την προτομή του Κεμάλ Ατατούρκ στο κέντρο της. Την εικόνα του θα τη συναντούσαμε πολλές φορές, σε κάθε μαγαζί ή δρόμο, χωρίς να μας παραξενέψει, μιας και γνωρίζαμε τη σημασία αυτού του άνδρα για το τουρκικό έθνος.
Κανονίσαμε με τον ταξιτζή το ραντεβού της επιστροφής και δηλώνοντας με τη λέξη «Γιουνάν» την ελληνική μας ταυτότητα, γυρέψαμε κάποιον απ’ τους θαμώνες ενός καφενείου, ικανό να μας οδηγήσει στο σπίτι της μητέρας μου. Κι έτσι με τον γελαστό και πρόσχαρο Μουράτ, βρεθήκαμε στην κεντρική αγορά του χωριού, που στεγαζόταν στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου, ιερά μητρόπολη των Αλατσάτων πριν το ’22. Σ’ αυτήν οι Τσέτες είχαν μαντρώσει όσους δεν πρόλαβαν ή δε θέλησαν να φύγουν, αφού τους ξεγέλασαν πως δεν θα τους πειράξουν.

Στον βοτσαλοστρωμένο αυλόγυρό της τώρα ήταν τοποθετημένοι πάγκοι με λαχανικά και άλλα είδη διατροφής και πίσω, στον κύριο χώρο της στεγάζονταν μαγαζιά στη σειρά. –Σήμερα, αποκαταστημένη στην πρώτη της μορφή, είναι το πλέον επισκέψιμο αξιοθέατο, λόγω του μαρμαρόγλυπτου τέμπλου της, έργο του Ιωάννη Χαλεπά, πατέρα του Γιαννούλη. – Σ’ ένα απ’ μαγαζιά, όπου μας πήγε ο Μουράτ, ο πανύψηλος, μαυριδερός με μεγάλα μουστάκια άνδρας μας υποδέχτηκε γελαστός. Σαν άκουσε μάλιστα την προέλευσή μας, δάκρυσε. Καταγόταν απ’ την Κρήτη, απ’ όπου έφυγε το ’23 με την Ανταλλαγή. Μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά. Η μάνα του ποτέ δε σταμάτησε να του αφηγείται τις αναμνήσεις της εκεί παιδικής της ηλικίας. Του περιέγραφε τη γενέτειρά της με τα ζωντανότερα χρώματα, όπως η δική μου εμένα. Τελευταία είχε κάνει μαζί της κι αυτός το ταξίδι του νόστου. Κατασυγκινημένος προσφέρθηκε να κλείσει το μαγαζί του, για να μας οδηγήσει στο μέρος που γυρεύαμε. Αρνηθήκαμε με ευγένεια, αφού ο συνοδός μας ήταν πάντα πρόθυμος, με τις κατάλληλες οδηγίες του, να μας πάει στο σημείο αναφοράς: στην εκκλησία της Αγια Τριάδας. Το 1941, μας πληροφόρησε, την είχαν γκρεμίσει.

Ο μεσήλικας λιπόσαρκος Μουράτ, με εκπνέουσες τις σαγιονάρες στα ευκίνητα πόδια του, ωστόσο μ’ αστείρευτο το χαμόγελο στα χείλη, μας περιέφερε στα καλντερίμια του χωριού. Απλοϊκοί καφενέδες, σπίτια με μπαλωμένους τοίχους κι ασήμαντες αυλές, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο να τραβήξει την προσοχή. Και κάποια στιγμή, απαλλαγμένη επιτέλους απ’ τον φόβο μου, αφού η συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν κάθε άλλο, παρά εκείνη που μας είχαν περιγράψει, γύρισα κι έγνεψα στον Μουράτ πως ήθελα να τον φωτογραφίσω με τη μητέρα μου. Πρόθυμος έπιασε με στοργή το χέρι της κι εκείνη αυθόρμητα το δικό του. Και μέσα απ’ τον φακό στα πρόσωπά των δύο αυτών ανθρώπων διέκρινα τη λάμψη απ’ το χαμόγελο της αδελφοσύνης και τη χαρά της συνύπαρξης. Κανένα μίσος δεν τους χώριζε, γιατί τους ένωνε η αγάπη. «Εμείς με τους Τούρκους ζούσαμε σαν αδέρφια. Άλλοι μας έβαλαν στα μαχαίρια», μου έλεγε η μάνα μου.

Στην καρδιά του καλοκαιριού με τον ήλιο να καίει συνεχίσαμε να διασχίζουμε τους σχεδόν άδενδρους δρόμους, ώσπου φτάσαμε σ’ ένα πλάτωμα. Ο οδηγός μας στάθηκε στο κέντρο κι απλώνοντας το χέρι του έδειξε το μέρος όπου κείτονταν δύο τεράστιες μαρμάρινες κολόνες, απομεινάρι του μεγαλείου της εκκλησιάς της Αγια Τριάδας. Κι εμείς τριγυρνώντας ανάμεσα στα ερείπια, πασχίζαμε ν’ αναστυλώσουμε με τη φαντασία μας ό,τι το χέρι της μισαλλοδοξίας είχε γκρεμίσει. Το κουβούκλιο στη μεριά του ιερού είχε μετατραπεί σε κατάλυμα ενός σκύλου. Κυνηγημένος απ’ την μεσημεριάτικη κάψα είχε βρει εκεί καταφύγιο. Μη δώτε τα άγια τοις κυσίν ήρθαν στο νου μου τα λόγια του Ευαγγελίου.
Το αποπνιχτικό θέαμα όμως απάλυνε η άλλη πραγματικότητα. Αν τις εκκλησιές τις γκρεμίζει ο φανατισμός, τα σπίτια δε συμφέρει να τα κακομεταχειρίζεται ένας λαός που η φτώχεια του στη λίστα της στατιστικής βρίσκεται στις πρώτες θέσεις. Κι έτσι στη γειτονιά με τα χαμόσπιτα το διώροφο πετρόχτιστο σπίτι της μητέρας μου υψωνόταν περήφανο, με ασβεστωμένη την πρόσοψη και τη μάντρα της αυλής του. Μας καρτερούσε…

Τα παραθυρόφυλλα, σαν βλέφαρα κλειστά, έμοιαζαν να μας περιμένουν, για να ξανανοίξουν διάπλατα, να δουν τα μάτια την αναστυλωμένη με της ψυχής μας τα μάτια εκκλησιά και ν’ απολαύσουν αναστημένοι και οι άνθρωποι που το ’χαν κατοικήσει τις ψαλμωδίες. «Ακούγαμε ακόμα και τη θεία λειτουργία τις Κυριακές, καθώς ετοιμαζόμαστε για την επίσκεψή μας στον ναό», με διαβεβαίωνε η μάνα μου. Τώρα στεκόταν δίπλα μου εκστατική! Σαν να μην πίστευε αυτά που τώρα έβλεπε. Δεν ήταν σίγουρη πως θα γυρνούσε κάποτε στην πατρική της εστία και πως θ’ αντίκριζε το σπίτι, όπου είχε γεννηθεί, είχε αισθανθεί την οικογενειακή θαλπωρή, είχε ζήσει την αθωότητα της παιδικής της ηλικίας! Δεν υπάρχουν σπουδαιότερες αναμνήσεις από εκείνες της παιδικής μας ηλικίας στο πατρικό μας σπίτι, αρκεί να υπάρχει ελάχιστη αγάπη και ειρήνη… Ο πόθος της επιστροφής της στον τόπο των αναμνήσεων με είχε και μένα συνεπάρει, γι’ αυτό φοιτήτρια πια της Φιλοσοφικής της είχα τάξει: «Όταν πάρω τον πρώτο μου μισθό, σου υπόσχομαι πως θα σε πάω στην πατρίδα σου να βρεις το σπίτι σου. Η αλήθεια είναι ότι απ’ τα χέρια μου είχαν περάσει οι μισθοί πολλών ετών, ώσπου με το ’να και με τ’ άλλο να καταφέρω να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου.

Και να ’μαστε τώρα οι δυο μας εκεί απ’ όπου είχε φύγει δέκα χρονών κυνηγημένη. Κι όπως το συντηρούσε στην ψυχή και στο μυαλό της εβδομήντα ολόκληρα χρόνια, έτσι πρόβαλε μπρος της το σπίτι της! Στάθηκε λίγα λεπτά αμίλητη σαν τα αγάλματα με τον στοχασμό να ταξιδεύει στον αδιαίρετο χρόνο κι εγώ πάντα δίπλα της να βαστώ τον φόρτο της συγκίνησής της και των ογδόντα της χρόνων το βάρος. Ύστερα προχώρησε προς την είσοδο κι όταν πλησίασε στην αυλόπορτα, άπλωσε το χέρι της, την έσπρωξε ήρεμα και δρασκέλησε το κατώφλι. Βρεθήκαμε στην αυλή κι εκείνη έκανε μια κίνηση που μόνο στην εκκλησία βλέπει κανείς. Αγγίζοντας με την παλάμη της τον τοίχο έσκυψε κι ακούμπησε πάνω του το μέτωπό της. Τον ασπάστηκε σαν εικόνα αγίου κι έμεινε εκεί αφήνοντας τη συσσωρευμένη από τα γεγονότα συγκίνηση να ξεθυμάνει. Το κλάμα της σιγανό και διακριτικό έμοιαζε με χοή στους πεθαμένους κι όλα γύρω της φαίνονταν σαν ν’ άρχισαν ένα κλάμα κι ένα κλάμα… κι εκείνα.

Την αγκάλιασα, επιχειρώντας να διασκεδάσω τη συναισθηματική της φόρτιση και τη βοήθησα να προχωρήσει στο εσωτερικό της αυλής. Η Τουρκάλα οικοδέσποινα, μέχρι να της εξηγήσει ο Μουράτ τις προθέσεις μας, μας κοιτούσε καχύποπτα. Όμως ύστερα έγινε κι εκείνη εγκάρδια μαζί μας. Κι αυθόρμητα η μητέρα μου υποδυόμενη το ρόλο της οικοδέσποινας, ανέλαβε να μας ξεναγήσει στους εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους του σπιτιού:
«Αυτό ήταν το μέρος όπου καλλιεργούσαμε τα ζαρζαβατικά μας. Εκεί βρισκόταν το πηγάδι, για να τα ποτίζουμε. Να το, εδώ είναι!» Το πρόσωπό της έλαμψε σαν μικρού παιδιού. Ο Μουράτ έσπευσε να το ξεσκεπάσει, για να φανούν τα χνάρια της παλιάς ζωής: οι αυλακιές πάνω στα χείλη του απ’ το ανέβασμα του κρεμασμένου στην τριχιά κουβά. Σκύψαμε από πάνω του και στον καθρέφτη του ακίνητου νερού, όπως στη «Νέκυα» του Ομήρου στα μάτια του Οδυσσέα, έτσι και στα δικά μας μια-μια οι ψυχές των πατεράδων, των μανάδων και των συγγενών άρχισαν να παρελαύνουν, αχνογελώντας από ευχαρίστηση για το προσκύνημα ενάντια στη λησμονιά. Και πρώτη και καλύτερη της γιαγιάς μου της Αννεζούλης, με τα μεγάλα γκρίζα μάτια και τα εξέχοντα ζυγωματικά διέλυσε την ομίχλη στο στρογγυλό τούνελ.

Κι αφού πέρασαν ζωντανεμένες όλες οι αγαπημένες μορφές, εκείνη, σαν κυπαρίσσι ψηλή ανέβηκε στα χείλη του πηγαδιού κι απλώνοντας τις φτερούγες της πήγε και στάθηκε στο πλάτωμα της εξωτερικής σκάλας που οδηγούσε στα πάνω δωμάτια του σπιτιού. Εκεί περίμενε, για να υποδεχτεί την κόρη της ύστερα από τόσα χρόνια προσμονής.
Κι όταν εκείνη πάτησε το κεφαλόσκαλο, με λαχτάρα την έκλεισε στην αγκαλιά της ακουμπώντας το μάγουλό της στα κατάλευκα μαλλιά της. Ξαναζώντας την παιδική της ηλικία η μάνα μου, έψαξε και βρήκε τα χαμένα από χρόνια αδέρφια της. Έφερε πίσω πρόσωπα και πράγματα. Συνομιλούσε μαζί τους. «Εδώ κοιμόμασταν με τη Μυρτώ μας και τη Διονυσία και στο διπλανό ο Μιλτιάδης μας. Εδώ μπροστά ο χώρος υποδοχής». Τα κρατούσε μέσα της όλα. Τα είχε πάρει μαζί της φεύγοντας και τώρα τα έβγαζε και με ευλάβεια τοποθετούσε το καθένα στη θέση του. Και πάλι θα τα ’παιρνε κοντά της. Κι όταν θα ’ρχόταν η ώρα της, μ’ αυτές τις αποσκευές θ’ ανέβαινε στο τρένο για το τελευταίο ταξίδι της.

Φύγαμε με την αίσθηση πως αφήναμε πίσω τους προγόνους μας απ’ τα πανάρχαια χρόνια. Τότε που έλαμψε το πνεύμα τους στα άγια χώματα της Ιωνικής Γης.Οι Ίωνες δεν έφυγαν απ’ την πατρίδα τους. Όπως η πεταλίδα πάνω στον βράχο η ψυχή τους εκεί μένει. Τ’ αγάλματα το ξέρουν που κοιτάζουν σαν άσπρη χαραυγή πάνω στο θύμα… (Γ. Σεφέρη Η ΣΤΕΡΝΑ).
Αφιερώνεται στους πρόσφυγες και στη μνήμη των πεσόντων στα σαγόνια της θάλασσας του Αιγαίου και του Λιβυκού πελάγους.